logo


 

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ

Ὁ ἅγιος Μαρτῖνος καί ὁ φτωχός

Ο χειμώνας τοῦ 334 ὑπῆρξε ἰδαίτερα δριμύς στήν Ἀμιένη τῆς Βορείου Γαλλίας. Μιά πολύ ψυχρή μέρα ὁ ἅγιος Μαρτῖνος (316-397) συνάντησε ἕνα φτωχό γυμνό στήν πύλη τῆς πόλεως.

Τί νά κάνη ὅμως; Φοροῦσε μόνο τή στρατιωτική ἐξάρτηση καί τόν Μανδύα του. Παίρνει λοιπόν τό ξίφος του, σχίζει τόν μανδύα, δίνει ἕνα κομμάτι στό φτωχό καί ἀρκεῖται ὁ ἴδιος στό ὑπόλοιπο.

Στό δρόμο τόν περιγελοῦν γιά τήν κολοβή του ἀμφίεση.

Τή νύχτα ὅμως βλέπει στόν ὕπνο του τόν Χριστό, ντυμένο μέ τό κομμάτι τοῦ μανδύα πού εἶχε δωρίσει, νά λέει στούς ἀγγέλους πού Τόν ἀκολουθοῦσαν:

- Ὁ Μαρτῖνος μέ ἔντυσε μ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα.

Ο ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

  Αν ζητοῦσε κανείς στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἕναν ἅγιο πού νά ἐνσαρκώνη κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν «ἱλαρόν δότην» πού «ἀγαπᾶ ὁ Θεός», θά σταματοῦσε σ᾿ ἕναν ἱεράρχη, πού γι᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τή ἰδιότητα ὀνομάστηκε Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (†619). Θά μπορούσαμε νά ἰσχυρισθοῦμε χωρίς ὑπερβολή πώς ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν μιά διαρκής ἐλεημοσύνη.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Κύπρο. Ἦταν πολύ εὐκατάστατος. Ἡ ἀγάπη πού τοῦ ἐνέπνεε ὁ Χριστός γιά τούς συνανθρώπους του, ἔβρισκε τήν εὐκαιρία νά ἐκδηλωθῆ πλουσιοπάροχα. Καί ὅσο μοίραζε στούς φτωχούς, τόσο ὁ Θεός τοῦ ἔδινε περισσότερα ἀγαθά.

Τά καλά ἔργα του τόν ἔκαναν γνωστό σέ ὅλη τήν Κύπρο. Ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη! Καί ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἡ σκέψη ὅλων στράφηκε στόν Ἰωάννη. Ἀλλά ἐκεῖνος μέ κανένα τρόπο δέν ἤθελε νά δεχτῆ ν᾿ ἀναλάβη τήν πατριαρχεία. Ὁ αὐτοκράτωρ ὅμως Ἡράκλειος ἐπέμεινε. Τό ἴδιο καί ὁ λαός. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀναγκάστηκε νά ὑποχωρήση.

 

Μόλις ἔγινε πατριάρχης, ἀμέσως κάλεσε στό γραφεῖο του τούς ἱερεῖς τῆς Ἀλεξανδρείας πού εἶχαν τήν φροντίδα τῶν φτωχῶν, καί τούς εἶπε:

- Πηγαίνετε στήν πόλη καί μάθετε πόσοι εἶναι οἱ κύριοί μου.

Ἐκεῖνοι τόν κοίταξαν ἔκπληκτοι! Δέν κατάλαβαν τί ἐννοοῦσε. Τούς ἐξήγησε λοιπόν:

- Ἐννοῶ αὐτούς πού συνήθως οἱ ἄνθρωποι τούς ὀνομάζουν φτωχούς. Αὐτοί εἶναι οἱ δικοί μου κύριοι.

Σέ λίγες μέρες οἱ ἱερεῖς τοῦ ἔφεραν ἑπτάμισυ χιλιάδες ὀνόματα φτωχῶν πού εἶχαν ἀπόλυτη ἀνάγκη βοηθείας. Ὅλους αὐτούς φρόντισε μέ κάθε τρόπο νά τούς βοηθήση.

Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τούς ἄλλους, ὥστε λησμονοῦσε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ζοῦσε φτωχικά, Δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση ὅταν σκεφτόταν ὅτι αὐτός τά εἶχε ὅλα, ἐνῶ ἄλλοι μπορεῖ νά μήν εἶχαν οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμί. Γι᾿ αὐτό ἔδινε, ἔδινε μέχρι τοῦ σημείου νά μήν ἔχει τίποτε ὁ ἴδιος. Τό ράσο του ἦταν παλιό καί τριμμένο. Καί τό δωμάτιό του σχεδόν ἄδειο.

Κάποτε ἕνας ἄρχοντας ἔτυχε νά δῆ σέ τί φτωχική στρωμνή ἀναπαυόταν ὁ πατριάρχης. Ἀγόρασε λοιπόν ἕνα ἀκριβό πάπλωμα καί τοῦ τό χάρισε. Ἐκεῖνος τό δέχτηκε. Τό βράδυ ξάπλωσε καί σκεπάσθηκε μέ τό πολυτελές πάπλωμα. Μά τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά κλείση μάτι! Στό νοῦ του ἐρχόταν ἡ εἰκόνα τόσων φτωχῶν ἀνθρώπων πού θά ἔτρεμαν ἀπό τό κρύο. Τήν ἄλλη μέρα πρωί πρωί ἔστειλε καί πούλησε τό πάπλωμα καί μέ τά χρήματα πού πῆρε ἔντυσε πολλούς φτωχούς, ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του Λεόντιος. Τί συνέβη ὅμως; Συμπτωματικά τό βλέπει ὁ ἄρχοντας πού τοῦ τό εἶχε χαρίσει, τό ἀγοράζει πάλι καί τό ξαναστέλνει στόν πατριάρχη. Ἀλλά ὁ ἅγιος τό ξαναπούλησε καί ἔντυσε ἄλλους φτωχούς! Αὐτό ἔγινε καί ξανάγινε, ὥσπου κάποτε συναντήθηκαν ὁ πατριάρχης καί ὁ δωρητής.

Ὁ ἅγιος χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:

- Γιά νά δοῦμε ποιός ἀπό τούς δυό θά κουραστῆ πρῶτος, ἐγώ νά πουλῶ τό πάπλωμα ἤ ἐσύ νά τό ἀγοράζης;

Τότε ὁ ἄρχοντας ἀποκρίθηκε:

- Ὑπάρχει κίνδυνος νά κρυολογήσετε, καί τί θά γίνουν τόσες χιλιάδες φτωχοί;

- Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ γιά τό εἰλικρινές σου ἐνδιαφέρον, ἀπάντησε ὁ πατριάρχης, ἀλλά πῶς μποροῦσα νά ἡσυχάσω ἐγώ καί νά κοιμηθῶ, ὅταν γύρω μου τόσα παιδιά μου ὑποφέρουν; Μπορεῖ ποτέ νά καλοπερνᾶ ὁ πατέρας, ὅταν στεροῦνται καί δεινοπαθοῦν τά παιδιά του;

Ὁ ἄρχοντας κατάλαβε ὅτι εἶχε δίκιο ὁ ἅγιος καί δέν ξαναμίλησε.

 

Κάποτε ὁ ἅγιος ἔμαθε πώς ἕνας φτωχός ἦταν σέ πολύ μεγάλη στενοχώρια, μά ντρεπόταν νά ζητήση χρήματα μπρός στούς ἀνθρώπους. Πάει λοιπόν ὁ πατριάρχης κρυφά τή νύχτα μοναχός του καί τοῦ δίνει ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ὁ φτωχός γονάτισε καί τοῦ φίλησε τά πόδια κλαίγοντας.

- Σταμάτα, τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος. Ἀκόμα δέν σταυρώθηκα, οὔτε ἔχυσα τό αἷμα μου γιά σένα, ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός γιά ὅλους μας.

Ἡ πολύτιμη στολή

Ο ἅγιος πρεσβύτερος τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαρκιανός στολιζόταν μέ πολλές ἀρετές, ἰδιαίτερα μέ τήν ἀκτημοσύνη καί τήν ἐλεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός! Ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, ἐλεοῦσε!...

Καθώς στεκόταν ψηλότερα ἀπό κάθε γήινο ἀγαθό, ὁ ἅγιος Μαρκιανός δέν ἀπέκτησε ποτέ πρᾶγμα δικό του, πού νά ἔχη κάποια ἀξία, οὔτε δεύτερο ἔνδυμα! Ὅταν οἱ γνωστοί του τοῦ χάριζαν κάτι, τό ἔδινε παρευθύς στόν πρῶτο φτωχό πού θά συναντοῦσε στό δρόμο του.

Τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ἔφυγε ξημερώματα ἀπό τή φτωχή καμαρούλα του γιά νά ἑτοιμάση τό Ἅγιο Βῆμα. Θά ἐρχόταν ὁ πατριάρχης μέ πολλούς ἀρχιερεῖς! Θά ἐρχόταν καί ὁ αὐτοκράτωρ μέ ὅλους τούς ἄρχοντες.

Ὅταν ἔφθασε στό μεγαλοπρεπέστατο ναό, πού ὁ ἴδιος μέ τήν ἀπαράμιλλη δραστηριότητά του εἶχε ἀνακαινίσει, τόν πλησίασε ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος, γυμνός μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Ἔδειχνε νά ὑποφέρη πολύ. Ἅπλωσε διστακτικά τό χέρι νά τοῦ γυρέψη ἐλεημοσύνη. Ὁ ἅγιος Μαρκιανός ἔψαξε τίς τσέπες του. Ἀλλά, συνηθισμένο πράγμα σ᾿ αὐτόν, δέν βρῆκε καθόλου χρήματα. Ἔπρεπε ὅμως νά δώση κάτι σέ κεῖνον τόν δυστυχῆ. Τοῦ ράγισε τήν καρδιά ἡ γύμνια του, τό τρεμούλιασμά του.

Ὁ φιλάνθρωπος ἱερέας πῆρε τήν ἀπόφασή του. Θά τοῦ ἔδινε τά δικά του ροῦχα! Δεύτερα δέν εἶχε, ἀλλ᾿ αὐτό δέν πείραζε. Τώρα θά φοροῦσε τά ἱερατικά του, ἀφοῦ θά ἔπαιρνε μέρος στή Θ. Λειτουργία. Πῆγε λοιπόν στό σκευοφυλάκιο, φόρεσε τά ἄμφιά του, καί ὅλα του τά ροῦχα τά ἔδωσε στό φτωχό. Ἐκεῖνος ἔμεινε μέ τό στόμα ἀνοικτό μπροστά σέ τόση καλωσύνη!

Ἦρθαν στό μεταξύ καί οἱ ἄλλοι κληρικοί μέ τόν πατριάρχη καί ἄρχισε ἡ Θεία Λειτουργία. Μά κάτι παράδοξο συνέβαινε ἐκείνη τή μέρα. Τά βλέμματα τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἀπό τόν αὐτοκράτορα μέχρι τόν τελευταῖο πιστό, εἶχαν καρφωθῆ πάνω στόν Μαρκιανό. Τό ἴδιο καί τῶν κληρικῶν μέσα στό Ἱερό. Δύο μάλιστα ἀπό αὐτούς εἶχαν ἀρχίσει νά ψιθυρίζουν τίς ἐπικρίσεις τους.

- Ποῦ βρῆκε ἄραγε τή χρυσοϋφαντη στολή; Αὐτός δέν ἔχει ποτέ του χρήματα. Ἔτσι τουλάχιστον ἔδειχνε...

- Κοίταξε, μέ διαμάντια κεντημένη! Ἔ, αὐτό πιά καταντᾶ σκάνδαλο.

Ὅταν στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας βγῆκε μέ τό Ἅγιο Ποτήριο νά κοινωνήση τόν κόσμο, ἕνας ψίθυρος θαυμασμοῦ ἀκούστηκε ἀπό ὅλα τά χείλη. Ὁ ναός ἄστραψε ἀπό τό φεγγοβόλημα τῶν ἀμφίων του.

Ἕνας ἀνώτερος κληρικός πλησίασσε τότε τόν πατριάρχη μέ φανερή ἀγανάκτηση καί τοῦ εἶπε:

- Δέν πρέπει ἡ ἁγιωσύνη σου, δέσποτα, νά παραλείψη νά συστήση κάποια μετριότητα σ᾿ αὐτόν τόν ἄσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στό βασιλιά.

Ὁ ἀγαθός πατριάρχης ἄρχισε νά στενοχωριέται μέ τίς διαμαρτυρίες τοῦ ἱερατείου του. Εἶχε φυσικά καί ὁ ἴδιος ἀπορήσει μέ τήν πρωτοφανῆ πολυτέλεια τῶν ἀμφίων πού φόρεσε -ἔτσι τουλάχιστον νόμιζε- γιά τήν πανήγυρη ὁ ἅγιος Μαρκιανός. Τόν γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί γι᾿ αὐτό δέν μποροῦσε νά τόν χαρακτηρίση ματαιόδοξο. Ὡστόσο ἀποφάσισε νά τοῦ πῆ κάτι. Μετά τήν ἀπόλυση τόν κάλεσε στό σκευοφυλάκιο.

- Ποῦ βρῆκες τή στολή αὐτή, Μαρκιανέ; Θά ἔλεγε κανείς πώς πῆρες τήν ἀπόφαση νά συναγωνιστῆς σέ πολυτέλεια τόν αὐτοκράτορα! Ὁ ἱερέας πρέπει νά εἶναι μέτριος στήν ἐμφάνισή του, γιά νά μή σκανδαλίζη τόν λαό καί μάλιστα τίς φτωχότερες τάξεις.

Ἐκεῖνος ἔριξε πρῶτα ἕνα φευγαλέο βλέμμα στά φτωχά του ἄμφια, τά μοναδικά πού εἶχε γιά νά ἱερουργῆ. Ἔπειτα κοίταξε μέ ἀπορία τόν πατριάρχη.

- Γιά ποιά στολή ὁμιλεῖ ἡ ἁγιωσύνη σου, δέσποτα; Ἄν πρόκειται γι᾿ αὐτή πού φορῶ, εἶναι ἡ ἴδια πού πῆρα ἀπό τά χέρια σου, ὅταν πρίν ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια μέ χειροτόνησες πρεσβύτερο!

Ὁ πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Ἔ, ἦταν πάρα πολύ νά προσπαθῆ νά τόν ξεγελάση μπροστά στά μάτια του...

- Καί αὐτή ἐδῶ; τοῦ φώναξε, παίρνοντας στά χέρια του τό φελόνι.

Τότε ὅμως παρατήρησε πώς κάτω ἀπό τά ἄμφιά του ἦταν γυμνός, κι ἐκείνη ἡ πολύτιμη στολή πού εἶχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό καί θόρυβο, δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τή συνηθισμένη, μέ τήν ὁποία τόσα χρόνια τώρα τόν ἔβλεπε νά λειτουργῆ.

-Ποιός σέ γύμνωσε, Μαρκιανέ; ρώτησε ἔκπληκτος ὁ πατριάρχης.

Ὁ ἅγιος πῆρε τότε στά χέρια του τό Εὐαγγέλιο, πού μόλις πρό ὀλίγου εἶχε τοποθετήσει στή θήκη του, καί τό ἔδειξε στόν ἀρχιερέα.

- Αὐτό μέ γύμνωσε, ἅγιε δέσποτα!

Κατασυγινημένος ὁ πατριάρχης τόν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του καί φιλώντας τον πατρικά τοῦ εἶπε:

- Ὤ, ἄν ὅλοι οἱ ἱερεῖς σοῦ ἔμοιαζαν, δέν θά εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό ἱεροκήρυκες. Θά κήρυττε τό φωτεινό τους παράδειγμα!

(Γεροντικόν)

 (Ἀπό τό βιβλίο,
«Χαρίσματα καί Χαρισματοῦχοι»,
τ Γ, ἐκδόσεις Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου).