Ἡ Γέννησις

(Ἐκ τοῦ βιβλίου τοῦ Φρειδερίκου Γ. Φάρραρ μέ τίτλο «Ὁ βίος τοῦ Χριστοῦ», Μετάφραση ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2002)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

Ἡ Γέννησις

Οἱ ἀγραυλοῦντες ποιμένες. Ἕνα χάνι ἀνατολικόν. Τὸ σπήλαιον τῆς

Βηθλεέμ. 'Η απογραφή. Ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία. … «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος  ἐν τῷ καταλύματι». Ἡ φάτνη καὶ τὸ παλάτιον. Ἡ Γέννησις. Προσκύνησις τῶν ποιμένων. Φαντασία καί πραγματικότης. ᾽Αντίθεσις τῶν Εὐαγγελίων πρὸς τὰ ’Απόκρυφα.

 

Εἰς ἀπόστασιν ἑνὸς μιλίου ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, ὑπάρχει μικρά τις πεδιὰς καὶ ἐν αὐτῇ δάσος ἐλαιῶν, ὅπου κεῖται ἡ ἀπέριττος καὶ παρημελημένη ἐκκλησία ἡ γνωστὴ ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ὁ Ἄγγελος εἰς τοὺς Ποιμένας». Ἡ ἐκκλησία αὕτη ὀρθοῦται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ καθηγιασμένου ἐκείνου τόπου, ὅπου, κατὰ τὴν ὡραίαν γλῶσσαν τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ τήν μελῳδικωτέραν εἰδυλλίου διὰ πᾶν χριστιανικὸν οὖς- «ἦσαν ποιμένες ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς», καὶ εἰς τὰ μακάρια ὦτά των ἀπήχησε τὸ χαρωπὸν ἄγγελμα, ὅτι τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐτέχθη ἐν τή πόλει Δαυῖδ εἷς Σωτήρ, ὁ Χριστὸς ὁ Κύριος.

Πᾶν ὅ,τι συνδέεται μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ εἶνε ταπεινόν, καὶ αὐτὸ δὲ τὸ μέρος ὅπου εἶδε τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀνακαλεῖ ἀναμνήσεις πενίας καὶ μόχθων. Ἐκείνην τὴν νύκτα, ἐφαίνετο ἀληθῶς, ὅτι οἱ οὐρανοὶ ἔμελλον νὰ ραγῶσιν, ὅπως ἀποκαλύψωσιν ὅλην τὴν θείαν ἁρμονίαν των, ὅλην τὴν ἀκτινοβόλον χαράν των. ᾽Αλλ’ ἀπὸ τοὺς ὀλίγους κατανυκτικοὐς στίχους τοῦ Λουκᾶ, διὰ τῶν ὁποίων περιγράφεται ἡ γέννησις, δὲν πληροφορούμεθα ἂν τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ἤκουσαν καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν ἀγραυλούντων ποιμένων ἑνὸς πτωχικοῦ χωρίου. «Καὶ ἐξαίφνης», προσθέτει ὁ μόνος Εὐαγγελιστής, ὅστις ἀφηγεῖται τὰ περιστατικὰ τῆς ἀξιομνημονεύτου ἐκείνης νυκτὸς καθ᾽ ἥν ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἀδιαφορίας ἑνός κόσμου μή ὑποπτεύοντος τόν Λυτρωτήν Του «ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου, αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Ἠδύνατο νὰ ἐλπίζη τις ὅτι ἡ εὐσέβεια ἡ χριστιανική θά ἐξωράϊζε σήμερον τὸ μέρος τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος μὲ ὑπέρλαμπρα μνημεῖα, καὶ θὰ ἐπλαισίου τὸ ἄξεστον σπήλαιον τῶν ποιμένων μὲ τὰ πάλλευκα μάρμαρα καὶ μὲ τὰ περίκομψα μωσαϊκὰ μεγαλοπρεποῦς τινος ναοῦ. ’Αντὶ τούτου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀγγέλου, τοῦ εὐαγγελισθέντος εἰς τοὺς ποιμένας τήν χαράν τήν μεγάλην, εἶνε μία ἁπλῆ κρύπτη πενιχρά καὶ ἐνῷ ὁ προσκυνητής κατέρχεται τὰς ὀλίγας βαθμίδας τὰς τεθραυσμένας, αἵτινες φέρουν ἀπὸ τὸ δάσος τῶν ἐλαιῶν κάτω εἰς το σπήλαιον, μετὰ κόπου πολλοῦ κατορθώνει νὰ πείση ἑαυτὸν ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἱερὸν χῶρον: Ἴσως ὅμως νὰ συνετέλεσεν εἰς τήν ἀτημελησίαν καὶ εἰς τήν ἁπλότητα τῆς διασκευῆς ἡ συναίσθησις ὅτι ἡ πενιχρότης τοῦ ναΐσκου ἀδελφώνεται ἁρμονικῶς μὲ τὸ ταπεινὸν ἐπάγγελμα τῶν ποιμένων, εἰς τὰ θαμβωμένα ὄμματα τῶν ὁποίων ἐπεφάνη τὸ ἀστράπτον ὅραμα.

«Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ, καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν», εἶπον οἱ ποιμένες, ὅταν οἱ αἶνοι τῶν ἀγγέλων ἔπαυσαν νὰ ταράσσουν τήν σιγήν τῶν ἄστρων. Καὶ ἀνῆλθον τὸν ὁμαλὸν λόφον τὸν ἀπέναντι, καὶ διασχίσαντες τούς σεληνοφώτους τῆς κήπους τῆς Βηθλεέμ, ἔφθασαν εἰς τήν κορυφήν τῆς φαιᾶς λοφοσειρᾶς, ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶνε κτισμένη ἡ πόλις. Ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἐκείνης εὑρίσκετο τὸ πανδοχεῖον τοῦ χωρίου. Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, τὸ χάνι ἑνὸς χωρίου τῆς Συρίας ἦτο πιθανῶς ὅμοιον, καὶ ὡς πρὸς τήν ἐξωτερικήν ἄποψιν καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερικήν διάταξιν, μὲ τὰ ὑπάρχοντα καὶ σήμερον εἰς τήν σύγχρονον Παλαιστίνην. Τὸ χάνι εἶνε χαμηλή οἰκοδομή λιθόκτιστος, μὲ ἓν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μίαν τετράγωνον αὐλήν περίφρακτον, ἐντὸς τῆς ὁποίας προσδένονται τά ζῶα καὶ φυλάσσονται τὴν νύκτα ἀσφαλῶς, καὶ ἓν χαμηλὸν ἰσόγειον πρὸς διαμονήν τῶν ὁδοιπόρων. Τὸ λεβάν, ἤτοι τὸ σανιδόστρωτον ἔδαφος τοῦ ἰσογείου, εἶνε ἀνυψωμένον ἕνα πόδα ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς αὐλῆς. Ἕν μεγάλον καὶ εὐρύχωρον χάνι δύναται νὰ περιλαμβάνη πολλὰ τοιαῦτα ἰσόγεια, τὰ ὁποῖα πράγματι οὐδὲν ἄλλο εἶνε εἰ μή χαμηλά δωμάτια ἄνευ τοίχου πρός τό μέρος τῆς αὐλῆς. Τὸ χάνι συνεπῶς εἶνε μέρος δημόσιον πᾶν ὅ,τι γίνεται ἐντὸς αὐτοῦ, περιπίπτει εἰς τὴν ἀντίληψιν πάντων τῶν ξενιζομένων. Ἐκτὸς τούτου στερεῖται ἐντελῶς ἐπίπλων. Ὁ ὁδοιπόρος δύναται νά φέρη τό στρῶμα του ἄν θέλη, ἠμπορεῖ νά καθίση σταυροπόδι νά φάγη, καί νά κοιμηθῆ κατόπιν ἐπ’ αὐτοῦ. Κατὰ κανόνα, πρέπει νὰ φέρη μαζύ του καὶ τὴν τροφήν του, νὰ περιποιῆται µόνος τα ζῶά του, νὰ τὰ ποτίζη μόνος του. Δὲν ἐλπίζει, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἀπαιτεῖ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, καὶ ἀντὶ ἐλαχίστης δαπάνης εὑρίσκει ἀσφάλειαν, στέγην καὶ χῶρον νὰ κοιμηθῆ.

᾿Εν Παλαιστίνῃ συμβαίνει κάποτε ὁλόκληρον τὸ χάνι, ἤ τοὐλάχιστον ἡ αὐλὴ ἡ προωρισμένη διὰ τὰ ζῶα, νὰ εἶνε ἓν ἀπὸ τὰ ἀπειράριθμα ἐκεῖνα σπήλαια, τὰ ὁποῖα ἀφθονοῦν εἰς τὰς πλευρὰς τῶν ἀργιλλωδῶν λόφων της. Τοιοῦτο φαίνεται νὰ ἦτο καὶ τὸ χάνι τῆς Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ χωρίου τοῦ περιλαμβανομένου ἐν τῇ περιοχῇ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ ᾽Απολογητής, ὅστις ἐγνώριζε κάλλιστα τὴν Παλαιστίνην, καὶ ὅστις ἔζησεν ἕνα σχεδὸν αἰῶνα μετὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Χριστοῦ, τοποθετεῖ τὴν σκηνὴν τῆς γεννήσεως ἐντὸς σπηλαίου. Καὶ τοιαύτη πράγματι εἶνε ἡ ἀρχαία καὶ ἀναλλοίωτος παράδοσις τῆς τε  ’Ανατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας, εἶνε δὲ ἡ μόνη ἐκ τῶν ὀλίγων, εἰς τὰς ὁποίας, καίτοι σιωπᾷ περὶ αὐτῶν ἡ ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων, δυνάμεθα νὰ προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Ὑπὲρ τὸ σπήλαιον τοῦτο ἠγέρθη ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Μονή τῆς Γεννήσεως, καὶ ἐντὸς ἄλλου τινὸς σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα ἔτη τοῦ βίου του εἰς μελέτας καὶ εἰς νηστείας καὶ εἰς προσευχὰς εἷς ἀπὸ τοὺς μᾶλλον πεπαιδευμένους καὶ τοὺς μᾶλλον εὐφυεῖς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μέγας Ἅγιος Ἱερώνυμος, εἰς τὸν ὁποῖον ὀφείλεται ἡ κοινῶς παραδεδεγμένη μετάφρασις τῆς Βίβλου εἰς τὴν Λατινικήν. Ἀπὸ τὴν βορεινὴν κατοικίαν του ἐν Ναζαρέτ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ ξυλουργὸς τοῦ χωρίου, παρέλαβε τὴν Μαρίαν, τὴν μνηστήν του τὴν ἔγκυον, καὶ ἐξεκίνησε μαζύ της διὰ μέσου τῶν ἀμπελοφύτων δρόμων πρὸς τὸ χωρίον, ὅπου εἶχε ζήσει ὁ μέγας πρόγονός των ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἦτο ἀκόμη μικρὸς ποιμὴν βόσκων τὰ πρόβατά του ἐπὶ τῶν λόφων. Σκοπὸς τῆς κουραστικῆς ταύτης ὁδοιπορίας, ἥτις δὲν ἠδύνατο παρὰ νὰ εἶνε ἐνοχλητικὴ διὰ τὰς καθιστικὰς ἕξεις τὰς ἠρέμους τοῦ ἀνατολικοῦ βίου, ἦτο νὰ καταγράψουν τὰ ὀνόματά των, ὡς μελῶν τῆς φυλῆς τοῦ Δαυΐδ, εἰς μίαν ἀπογραφὴν διαταχθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Αὐγούστου. ᾿Εν τῆ πολιτική ὐπεροχῇ τοῦ Ῥωμαϊκοῦ Κράτους, τοῦ ὁποίου ἀπετέλει τότε μέρος καὶ ὴ Ἰουδαία, μία μόνον λέξις τοῦ Αὐτοκράτορος ἤρκει, ὅπως ἐξασφαλίση τὴν ἐκτέλεσιν τῶν διαταγῶν του καὶ εἰς αὐτὰς τὰς ἀπωτέρας γωνίας τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου. Ὅσον μεγάλαι καὶ ἂν εἶνε αἱ ἱστορικαὶ δυσκολίαι, αἵτινες παρεντίθενται εἰς τὴν ἀκριβῆ ἐξακρίβωσιν τῆς ἀπογραφῆς ταύτης, φαίνεται ὅμως ὅτι ὑπάρχουν βάσιμοι λόγοι νὰ πιστεύωμεν ὅτι διετάχθη ἀρχικῶς ὑπὸ τοῦ Σεντίου Σατουρνίνου, ὅτι ἐγένετο ἔναρξις αὑτῆς ὑπὸ τοῦ Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, ὅταν διετέλεσε κατὰ πρώτην φορὰν ὕπατος τῆς Συρίας, καὶ ὅτι συνεπληρώθη κατὰ τὴν δευτέραν περίοδον τῆς ὑπατείας του. ᾿Εκ σεβασμοῦ πρὸς τὰς  ἰουδαϊκὰς προλήψεις, πᾶσα παράβασις τῶν ὁποίων ἠδύνατο νὰ δώσῃ ἀφορμὴν εἰς σφοδρὰς ταραχὰς καὶ εἰς ἀνταρσίαν, ἡ ἀπογραφὴ αὕτη δὲν ἐξετελεῖτο κατὰ τὴν συνήθη ρωμαϊκὴν μέθοδον, δηλαδὴ εἰς τὸν τόπον τῆς διαμονῆς ἑκάστου προσώπου, ἀλλὰ συμφώνως πρὸς τὰ ἑβραϊκὰ ἔθιμα, ἤτοι εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀρχικῶς κατήγετο πᾶσα οἰκογένεια. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἀκόμη ἀφωσιωμένοι εἰς τὰς γενεαλογίας των καὶ εἰς τὴν ἀνάμνησιν τῶν φυλετικῶν σχέσεων, τῶν ἐκλειψασῶν πρὸ πολλοῦ καὶ μολονότι ἡ ὁδοιπορία ἦτο ἐπίπονος καὶ ἐνοχλητική, ὁ ᾿Ιωσὴφ ὅμως ἀνεκουφίζετο ἀπὸ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἡρωϊκῆς καταγωγῆς του, ἥτις ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ τοῦ ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως καὶ ἀδιαμφισβητήτως, καὶ ἀπὸ τὴν λάμψιν τῶν μεσσιακῶν ἐλπίδων, μὲ τὰς ὁποίας θὰ ἔβλεπε τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τὸ Βρέφος τὸ θεῖον, τὸ περικλειόμενον τώρα εἰς τὰ σπλάγχνα τῆς μνηστῆς του.

Ἡ ὁδοιπορία εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἶνε πάντοτε νωθρὰ καὶ βραδεῖα, καὶ θὰ ἦτο βεβαίως περισσότερον τότε, ἄν, ὅπως εἶνε πιθανώτατον, ἡ χώρα ἐταράσσετο κατ᾿ ἐκείνην τήν ἐποχήν ἀπό πολιτικὰς ἐχθροπαθείας.

Ἴσως ἡ Ἱερουσαλήμμ ἥτις ἐπέχει τῆς Βηθλεέμ μόνον ἕξ μίλια, νά ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος σταθμός τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Μαρίας, προτοῦ φθάσουν εἰς τό τέρμα τοῦ ταξειδίου των. Ἀλλά τῆς μητρός – παρθένου τήν πορείαν θά ἐπεβράδυνον βεβαίως κατ’ ἀνάγκην ἡ βαρεῖα σωματική χαύνωσις, ἡ προερχομένη ἐκ τῆς ἐγκυμοσύνης, καί αἱ ἀρχίζουσαι ἴσως τώρα ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Ἄλλοι ὁδοιπόροι, ταξειδεύοντες πρός τόν αὐτόν σκοπόν, θά τούς ἄφησαν πολύ ὀπίσω εἰς τόν δρόμον τόν ἀνωφερῆ, τόν διερχόμενον ἀπό τό φρέαρ τοῦ Δαυΐδ, καί ἄγοντα ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τῆς λοφοσειρᾶς, ὅπου ἦτο ἐκτισμένον τό χάνι. Πιθανῶς τοῦτο νά ἐκεῖτο ἐπί τῆς τοποθεσίας τοῦ κατηρειπωμένου ἤδη φρουρίου τό ὁποῖον εἶχε κτίσει ὁ Δαυΐδ καί ἄν τοῦτο εἶνε ἀληθές, ἐκάλυπτε βεβαίως  τὸν χῶρον ὅπου ἔκειτο πρὸ χιλίων ἐτῶνκληρονομικὴ οκία τοῦβὴδ, τοῦ Ἰεσσαὶ καί τοῦ Δαυΐδ. Κατὰ τὴν ἄφιξίν των ὅλα τὰ χαμηλὰ ἰσόγεια δωμάτια ἦσαν κατειλημμένα. Ἡ ἀπογραφὴ εἶχε προσελκύσει τόσους ξένους εἰς τὴν πόλιν, ὥστε «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». ’Εντὸς τοῦ κρυεροῦ σπηλαίου τοῦ ἀργιλλώδους λόφου, τὸ ὁποῖον  ἐχρησίμευεν ὡς σταῦλος εἰς τὸ πανδοχεῖον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ χόρτου καὶ τῶν ἀχύρων μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε στρωθῆ τὸ ἔδαφος διὰ νὰ τρώγουν τὰ ζῶα, ἐν τῇ ἀπὸ τῆς μακρᾶς ὁδοιπορίας ἐξαντλὴσει μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι των, ἐν τῷ μέσῳ ξένων, ἐν τῇ παγετώδει χειμερινῆ νυκτί ὑπὸ περιστάσεις καθ᾽ ἃς ἔλειπε πᾶσα ἄνεσις καὶ πᾶσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμοῦ, ὥστε εἶνε ἀδύνατον νὰ φαντασθῆ τις ταπεινοτέραν γέννησιν- ἐτέχθη ὁ Υἱός τοῦ ᾽Ανθρώπου!

Εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων μιλίων ἐπὶ τῆς ὁμαλῆς καί ἐπιπέδου κορυφῆς τοῦ δυσβάτου καὶ ἀπομεμονωμένου λόφου, ὅστις καλεῖται σήμερον εἰς τὴν διάλεκτον τῶν Συρίων «Τὸ ὄρος τοῦ μικροῦ Παραδείσου», ἔκειτο τὸ παλάτιον τοῦ 'Ηρώδου τοῦ Μεγάλου. Τὰ μέγαρα τὰ μεγαλοπρεπῆ τῶν φίλων του καὶ τῶν αὐλικῶν του περιεστοίχιζον τὸ ἀνάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ὁλοτρόγυρα εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὑψώματος. Οἱ ταπεινοὶ ὁδοιπόροι, διερχόμενοι ἐκεῖθεν, ἤκουον τὴν ἠδυπαθῆ μουσικὴν καὶ τὰ ὀργιώδη ἄσµατα, μὲ τὰ ὁποῖα ἑωρτάζοντο τὰ συμπόσια τοῦ 'Ηρώδου, ἤ τὰς βραχνὰς φωνὰς τῶν ἀγροίκων μισθωτῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὅπλα ἐπέβαλλον τὴν ὑποταγὴν εἰς τὸν δεσποτικὸν αὐθέντην. Ἀλλ’ ὁ ἀληθὴς Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων -ὁ γνὴσιος Αὐθέντης τοῦ Σύμπαντος- δὲν κατῴκει εἰς παλάτιον ἤ εἰς φρούριον. Οἱ σταῦλοι τοῦ πενιχροῦ πανδοχείου ἦσαν πολὺ καταλληλότερον μέρος διὰ νὰ γεννηθῆ Ἐκεῖνος, ὅστις ἦλθε ν’ ἀποκαλύψῃ εἰς τὸν κόσμον ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ μεγαλυτέρου μονάρχου δὲν εἶνε οὔτε προσφιλεστέρα οὔτε μεγαλυτέρα εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴν τοῦ ταπεινοτέρου δούλου του ’Εκεῖνος, ὅστις δὲν εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη Ἐκεῖνος, ὅστις ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ἀτιμίας ἔμελλε νὰ βασιλεύσῃ τοῦ κόσμου.

Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς λυχνίας, ἥτις συνὴθως κρέμαται διὰ σχοινίου ἐν τῷ μέσῳ τῆς εἰσόδου τοῦ πανδοχείου, οἱ ποιμένες εἰσῆλθον εἰς τὸ χάνι τῆς Βηθλεέμ, καὶ εὗρον τὴν Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ, καὶ τὸ νεογέννητον κατακείμενον ἐν τῇ φάτνη τῶν ἀλόγων. Ἡ φαντασία τῶν ποιητῶν καὶ τῶν ζωγράφων ἐνετρύφησεν ἀείποτε εἰς ποικίλας φανταστικὰς ἀναπαραστάσεις τῆς ὑπερόχου ταύτης σκηνῆς. Ἔψαλαν τοὺς αἰγλήεντας, τοὺς οὐρανίους ἀγγέλους, οἵτινες ἐπτερύγιζον περὶ τὴν φάτνην, καὶ τὰ ἄστρα τὰ ἐπιβραδύναντα τὴν περιστροφικὴν κίνησίν των, διὰ νὰ χύσουν τὸ φέγγος των εἰς τὸ μειδιῶν ἐκεῖνο βρέφος. ᾽Εζωγράφισαν τὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ φωτὸς τὸ ὁποῖον ἐξέπεμπεν ἡ φάτνη, καταυγάζουσα τὰ πέριξ, τοῦ φωτὸς τοῦ ἐκθαμβωτικοῦ, ὅπερ ἠνάγκαζε τοὺς παρισταμένους ν’ ἀποστρέφουν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τὴν οὐρανίαν ἐκείνην λάμψιν. Ὅλα ὅμως αὐτὰ ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Τὰ ἔκπαγλα ἐκεῖνα θεάματα, ἅτινα παριστάνουν ὡς ἰδόντας τοὺς μάγους, τὰ εἶδε μόνον ὁ ὀφθαλμὸς τῆς πίστεως καὶ ὅ,τι ἐκεῖνοι εἶδον  πραγματικῶς, ἧτο εἶς ἁπλοῦς χωρικὸς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, μεσῆλιξ ἥδη, ὁ Ἰωσὴφ, καὶ μία νεαρὰ μήτηρ ἡ Μαρία, ἡ παρθένος σύζυγος ἡ τεκοῦσα τὸ θεῖον Τέκνον καὶ σπαργανώσασα αὐτὸ διὰ τῶν ἰδίων χειρῶν της καὶ «ἀνακλίνασα αὐτὸ ἐν τῆ φάτνη», ἀφοῦ οὐδεὶς ἄλλος παρίστατο εἰς ἐκείνην τὴν κατανυκτικὴν σκηνὴν τοῦ τοκετοῦ διὰ νὰ τὴν βοηθήση.

Τό φῶς τὸ αὐγάζον ἐν τῷ σκότει δὲν ἦτο φυσικόν, ἦτο ἀκτὶς πνευματικὴ καὶ δὲν ἐχαμογέλασαν οἱ οὐρανοὶ εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἀλλὰ μόνον εἰς ὀλίγας πιστὰς καὶ ταπεινὰς καρδίας.

Τὰ Εὐαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, μὲ τὴν θέλγουσαν ἐκείνην ἁπλότητά των, ἥτις εἶνε ἡ σφραγὶς τῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἀπροσποιὴτου ἀφηγήσεως, ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς τοῦτο ἄνευ σχολίων. Δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ ἡ ὑπερβολὴ τοῦ ἀπιστεύτου καὶ τοῦ μυστηριώδους καὶ τοῦ θαύ ματος, ἥτις παρατηρεῖται εἰς τὰς ἰουδαϊκὰς φαντασιοκοπίας διὰ τὸν ἐρχόμενον Μεσσίαν, καὶ εἰς τὰς ἀποκρύφους ἀφηγὴσεις τὰς σχετιζομένας μὲ τὸ θεῖον Τέκνον. Ἡ τρανοτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀξιοπιστίας τῶν Εὐαγ γελιστῶν εἶνε ἡ ἄκρα ἀντίθεσις τῆς ἐργασίας των πρὸς τὰ ψευδοευαγ γέλια τῶν πρώτων αἰώνων καὶ πρὸς ὅλας τὰς ἄλλας φανταστικὰς παραδόσεις. Ἄν τὰ Εὐαγγέλιά μας δὲν ἦσαν αὐθεντικά, θὰ ἔβριθον καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰς ὑπερβολὰς αἵτινες χαρακτηρίζουν πᾶσαν παράδοσιν τῶν πρώτων χρόνων, ἀναφερομένην εἰς τὸν βίον τοῦ Σωτῆρος. Διὰ τοὺς ἀμαθεῖς καὶ δι’ ὅσων τὸ πνεῦμα δὲν αὐγάζει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, φαίνεται ἀπίστευτον τὸ νὰ συντελεσθῇ τὸ καταπληκτικώτερον γεγονός ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ κόσμου ἄνευ ἀναστατώσεων καί ἄνευ καταστροφῶν. Εἰς τό Εὐαγγέλιον τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, τό κοινῶς γνωστόν ὑπό τόν τίτλον  “Πρωτευαγγέλιον”, ὑπάρχει ἕν ἀλλόκοτον πρaγματικῶς κεφάλαιον ἐξιστοροῦν τό πῶς κατά τήν τρομεράν στιγμήν τῆς γεννήσεως ἄξων τοῦ ορανοῦ σταμάτησεν κίνητος, κα σίγησαν τ πτηνά, κα τ ποίμνια σκορπίσθησαν καθ’ ὅλας τάς διευθύνσεις καί στάθησαν πολιθωμένα καί νύψωσε τν χείρα του ὁ ποιμν διά ν κτυπήση καί ἡ χείρ μεινεν νυψωμένη κα ἀδρανής. Ἀλλά διά τν πάνδημον ατήν καί ξαφνικήν σιγν τς πτοημένης καί περιτρόμου φύσεως, διά τάς μυστηριώδεις φωταυγείας, αἵτινες περιέλουσαν ἐπί στιγμν λα τ μέρη τοῦ κόσμου, καί διά τν βοῦν καί διά τόν νον πού γονάτισαν εἰς ἄφωνον λατρείαν πρ τς φάτνης κείνου, καί διά τν φωνν τοῦ νεογνοῦ, τν ξαγγείλασαν μέσως μετ τν γέννησίν Του εἰς τν Μαρίαν τι το Υος τοῦ Θεοῦ, καί διά τόσα ἄλλα θαύματα τ ποῖα ρριζώθησαν εἰς τάς ρχαιοτέρας παραδόσεις, δέν ὑπάρχει τ παραμικρν χνος ν τῇ Νᾳ Διαθήκη.

Πόσον χρόνον Παρθένος Μήτηρ καί τ ἅγιον Τέκνον της μειναν εἰς κεῖνο τ σπήλαιον, δέν δυνάμεθα ν ξακριβώσωμεν. Τ πιθανώτερον μως εἶνε τι ἡ διαμον δέν πῆρξε μακρά. λέξις «φάτνη», τν ποίαν ναφέρει Λουκς, δέν χει ρισμένην σημασίαν, κα κεῖνο τὸ ὁποῖον δυνάμεθα ν ξακριβώσωμεν περ ατῆς εἶνε τι χρησιμεύει ς μέρος που τρώγουν τ ζα. Πιθανς τ πλήθη τ συρρεύσαντα εἰς τχάνι νά μειναν λίγας μόνον ρας· κα κοιν φιλανθρωπία πήτει νμεταφερθῇ μήτηρ κα τ τέκνον της εἰς καταλληλότερον μέρος πρς νάπαυσιν. Οἱ Μάγοι, πως βλέπομεν εἰς τ κατ Ματθαῖον Εαγγέλιον πεσκέφθησαν τν Μαρίαν «εἰς τν οκίαν». Ἀλλά τ Εαγγέλια δέν χρονοτριβοῦν κα δέν πιμένουν εἰς τ σήμαντα ατά πεισδια. Ὁ Λουκᾶς δίδει πληρεστέραν περιγραφν π τος λλους, κα μοναδική γλυκύτης τς φηγήσεως του, κα χάρις το ἡ εἰδυλλιακή, κα  ὁ ρεμος κα παλός τόνος, ποδεικνύουν σαφς τι κουσε τν στορίαν τς γεννήσεως π τ στόμα ατῆς τς Μαρίας. Κα πράγματι εἶναι δύσκολον ν φαντασθμεν τι δύνατο ν προέλθ φήγησις π λλην τιν πηγήν, φοῦ α μητέρες εἶνε οἱ φυσικο στορικο τν πρώτων τῶν τν τέκνων των. Ἐξ λλου, εἰς τ φος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ εὑρίσκομεν, πως λέγει κα Λάνζ, «λον κεῖνο τ χρμα τς περίττου φηγήσεως μις γυναικς κα τς ντιλήψεως μιᾶς γυναικς» Δι τν τανύοντα τάς πτέρυγας τῆς φαντασίας του, κα τ πλέον σημον γεγονς κα τ λάχιστον πεισδιον πνίγονται εἰς τν χείμαρρον τῆς περιγραφῆς διὰ τὴν Μαρίαν ὅμως τὰ μικρὰ αὐτὰ ἐπεισόδια ἐφαίνοντο κοινὰ καί τετριμμένα καί ἀνάξια λόγου. Ἑπομένως καί ὁ Λουκᾶς, ἀντιγράφων πιστῶς τοὺς λόγους τῆς Παρθένου, δὲν προσέθεσε κάτι τι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι ἤκουσεν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

 

Ἡ είσαγωγή εἰς τό ἱερόν

 

Τέσσαρα περιστατικὰ τῆς νηπιακῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ τάξις τῶν γεγονότων. Ἡ Περιτομή. Τό ὄνομα Ἰησοῦς. Ἡ εἰσαγωγὴ εἰς τὸ ἱερόν. Ὁ Συμεών. Ἡ Ἄννα.

 

Τέσσαρα μόνον περιστατικὰ τῆς νηπιακῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ ἀφηγοῦνται τὰ Εὐαγγέλια. Τὴν Περιτομήν, τὴν εἰσαγωγὴν εἰς τὸ ἱερόν, τὴν ἐπίσκεψιν τῶν Μάγων καὶ τὴν φυγὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον. ᾿Εκ τούτων τὰ δύο πρῶτα ἐξιστορεῖ μόνον ὁ Λουκᾶς, τὰ δέ ἄλλα δύο ὁ Ματθαῖος. ᾿Εν τούτοις οὐδεμία ὑπάρχει λεπτομέρεια εἰς τὴν ὁποίαν ν’ ἀντιφάσκουν αἱ δύο ἀφηγήσεις. Ἄν ἐπὶ ἄλλων ζητημάτων ἔχωμεν βασίμους λόγους νὰ παραδεχώμεθα τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ τὰς μαρτυρίας των ὡς εἰλικρινεῖς καἱ ἀδιαμφισβητήτους, ἔχομεν ὅμως πάντα λόγον νὰ πιστεύωμεν ὅτι εἰς οἱασδήποτε ἀφορμὰς καὶ ἂν ὀφείλεται τὸ ἀποσπασματικόν, τὸ μὴ συνεχὲς δηλαδὴ τῶν ἀφηγήσεών των, αἱ ἀφηγήσεις ὅμως αὗται δύνανται κάλλιστα νὰ θεωρηθοῦν ὡς συμπληροῦσαι ἀλλήλας. Ὁ ἀμερόληπτος καἱ εἰλικρινὴς κριτὴς δὲν δύναται νὰ ὑποστηρίξη ὅτι ὑπάρχουν εἰς τὰ Εὐαγγέλια ἀσυμβίβαστοι ἀντιφάσεις, οὔτε ὅμως ἠμπορεῖ νὰ παραδεχθῇ ὅτι παρατηρεῖται εἰς αὐτὰ τελεία ἁρμονία. Ἡ ἀκριβής καί λεπτομερὴς βιογραφικὴ ἀφήγησις ἀπό τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ βίου ἑνὸς ἀνθρώπου ἦτο πρᾶγμα ἄγνωστον εἰς τοὺς Ἰουδαίους, καὶ ἀσυμβίβαστον πρὸς τὸ ὕφος των καὶ τὴν κρᾶσίν των. ᾽Ανέκδοτα τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, ἐπεισόδια τοῦ παιδικοῦ βίου, εἶνε σπάνιον φαινόμενον εἰς τὴν ἀρχαίαν φιλολογίαν. Μόνον ἀπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἐντεῦθεν ἡ παιδικὴ ἡλικία περιεβλήθη τὴν αἴγλην μυθιστορήματος.

Ἡ ἀκριβής τάξις τῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα διεδραματίσθησαν πρὸ τῆς ἐπανόδου εἰς Ναζαρέτ, μόνον κατὰ συμπερασμὸν δύναται νὰ ὑπολογισθῇ. Ἡ Περιτομή ἐγένετο τήν ὄγδοην ἡμέραν ἀπό τῆς γεννήσεως. Ὁ Καθαρισμός τριάκοντα τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν Περιτομὴν. Ἡ ἐπίσκεψις τῶν Μάγων ἦτο «ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας», κατὰ τὸν Ματθαῖον, καὶ ἡ φυγὴ εἰς Αἴγυπτον ἐπηκολούθησεν ἀμέσως τὴν ἀναχώρησιν ἐκείνων. Ἡ ὑπόθεσις ὅτι ἡ ἐξ Αἰγύπτου ἐπάνοδος ἐγένετο πρὸ τῆς εἰσαγωγῆς εἰς τὸ ἱερόν, ἂν καὶ οὐχὶ ἀπολύτως ἀδύνατος, φαίνεται λίαν ἀπίθανος. ’Εκτὸς τοῦ ὅτι μία τοιαύτη ἀναβολὴ θ’ ἀπετέλει παράβασιν τοῦ λευϊτικοῦ νόμου, πρέπει νὰ συμπεράνωμεν εἴτε ὅτι ὁ Καθαρισμὸς ἀνεβλὴθη ἐπὶ πολὺν χρόνον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀντιφάσκει πρὸς τὴν διττὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Λουκᾶ (2, 22, 39), εἴτε ὅτι τὸ χρονικὸν διάστημα τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἤρκεσεν ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ τὸ «ἐξ ἀνατολῶν» ταξείδιον τῶν Μάγων, ἐξ ἄλλου δὲ διὰ τὴν εἰς Αἴγυπτον φυγὴν καὶ διὰ τὴν ἐκεῖθεν ἐπιστροφὴν. ’Εκτὸς τούτου εἶνε λίαν ἀπίθανος ἡ εἰκασία ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσὴφ ἐπανέκαμψεν εἰς Ἱεροσόλυμα -πόλιν μόνον ἓξ μίλια ἀπέχουσαν τῆς Βηθλεέμ ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ ἕνα γεγονὸς τόσῳ τρομερὸν ὅσον ἦτον ἡ σφαγὴ τῶν Νηπίων. Μολονότι οὐδεμία ὑπόθεσις εἶνε ἀπηλλαγμένη τῶν ἀντιρρήσεων, αἵτινες προκύπτουν κατ΄ ἀνάγκην ἐκ τῆς ἀγνοίας τῶν περιστατικῶν εἰς τὴν ὁποίαν διατελοῦμεν, φαίνεται ἐν τούτοις βέβαιον ὅτι ἡ φυγὴ εἰς Αἴγυπτον δὲν ἔγινε πρὸ τῆς Ὑπαπαντῆς. ’Επὶ τεσσαράκοντα λοιπὸν ἡμέρας ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια παρέμεινεν ἀφανὴς καὶ ἥσυχος εἰς τήν ταπεινήν πόλιν Δαυΐδ, «τήν καλουμένην Βηθλεέμ», ὅπου τόσαι παραδόσεις ἱερότητος πτερυγίζουν τώρα καὶ ὅπου τόσαι σκηναὶ ἐνδιαφέρουσαι διεδραματίσθησαν.

Εἰς τὰ ᾽Απόκρυφα Εὐαγγέλια δὲν γίνεται μνεία τῆς Περιτομῆς, καὶ μόνον τὸ ᾽Αραβικὸν Εὐαγγέλιον τῆς Νηπιακῆς Ἡλικίας περιέχει σχετικήν τινα νύξιν καταπληκτικῶς ἀποτροπαίαν. Ἡ Περιτοµή δὲν ἦτο γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ἐνδιαφέρῃ τούς θέλοντας νὰ παραχώσουν τὰς δογματικὰς φαντασιοπληξίας των εἰς τὴν ἱερὰν ταύτην ἱστορίαν, καὶ τοιοῦτοι φαντασιοκόποι ἦσαν οἱ συγγραφεῖς τῶν ’Αποκρύφων, τῶν ὁποίων τὰ ἔργα βρίθουν ὑπερβολῶν καὶ ἀνακριβειῶν. Διὰ τοὺς Χριστιανοὺς ὅμως ἔχει ἰδιάζουσαν σημασίαν - σημασίαν πάνδημον. Ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καταστρέψῃ τὸν Νόμον, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐκτελέση. Ἔλαχεν εἰς Αὐτὸν ὁ κλῆρος «νὰ πληρώσῃ πᾶσαν δικαιοσύνην». Καὶ ὑπέστη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἐβασανίσθη χάριν ἡμῶν, καὶ ἠθέλησε νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν πνευματικὴν περιτομήν -τὴν περιτομὴν τῆς καρδίας- τὴν περι-τομὴν πάσης αἰσθήσεως τῆς σαρκός. Ὅπως ἡ Ἀνατολὴ ἀντανακλᾷ κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου τὰ χρώματα τῆς Δύσεως, οὕτω καὶ ἡ Βηθλεὲμ εἶνε τὸ προοίμιον τοῦ Γολγοθᾶ, καὶ τοῦ θείου Βρέφους μάλιστα τὸ λίκνον βάφεται μὲ μίαν ἐρυθρὰν ἀνταύγειαν ἀπὸ τὸν Σταυρὸν τοῦ Σωτῆρος. Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὡσαύτως -τὴν ἡμέραν τῆς Περιτομῆς- ὁ Χριστὸς ἔλαβε δημοσία τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπερ εἶχε προαναγγείλει ἤδη ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ. Τήν ἐποχήν ἐκείνην ἦτο ὄνομα κοινότατον μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων. Ἦτο προσφιλὲς εἰς αὐτούς, διότι ἦτο ἄλλοτε τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου στρατηγοῦ, ὅστις τοὺς ὡδήγησεν εἰς τὴν νικηφόρον καταληψιν τῆς Γῆς τῆς Ἐπαγγελίας, καί τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, ὅστις ἡγήθη τῶν ἐξορίστων τῶν ἀπὸ Βαβυλῶνος ἐπαναστρεψάντων ἀπό τοῦδε ὅμως, ὄχι μόνον διά τούς Ἰουδαίους, ἀλλά δι΄ ὅλον τὸν κόσμον, ἦτο προωρισμένον ν’ ἀποκτήση σημασίαν ἀπείρως ἱερωτέραν ὡς ὀνομασία παρ’ ἀνθρώποις τοῦ Υίού τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἑβραϊκὸν «Μεσσίας» καὶ τὸ ἑλληνικὸν «Χριστὸς» ἦσαν ὀνόματα ἀντιπροσωπεύοντα τὴν θείαν ἀποστολὴν του ὡς Κεχρισμένου Προφήτου, Ἱερέως καὶ Βασιλέως ἀλλὰ τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» ἦτο τὸ ὄνομά Του τὸ προσωπικόν, ὅπερ ἔφερεν ὡς ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἀναμάρτητος αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως -μέχρι συμπληρώσεως τῆς ὁποίας δέν ἠδύνατο νά ἐξέλθη ἀπό τήν οἰκίαν- ἡ Παρθένος, φέρουσα εἰς τὰς ἀγκάλας της τὸ Βρέφος, παρουσιάσθη εἰς τὸ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἱερὸν χάριν τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῆς. «Καὶ οὕτω τότε, λέγει εἷς δυτικός Ἅγιος, ἤγαγον τόν Κύριον τοῦ Ναοῦ εἰς τόν Ναόν τοῦ Κυρίου». Τὰ ἐθιζόμενα εἰς τοιαύτας περιστάσεις ἀναθήματα ἦσαν εἷς ἀμνὸς ἐνὸς ἔτους, προσκομιζόμενος ἐπὶ σκοπῶ θυσίας, καὶ εἷς νεοσσὸς περιστερῶν ἤ μία τρυγών, προσφερόμενα εἰς ἔνδειξιν μετανοίας μὲ τὴν ὡραίαν ὅμως ἐκείνην τρυφερότητα, ἥτις τόσον ζωηρῶς χαρακτηρίζει τὴν μωσαϊκὴν νομοθεσίαν, ἐπετρέπετο εἰς ὅλους τοὺς πτωχούς, τοὺς μὴ δυναμένους νὰ προσφέρουν τόσον πολυέξοδα ἀναθήματα, νὰ φέρουν ἀντί ὅλων τούτων ἐν μόνον ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν. Μέ τό ταπεινὸν τοῦτο ἀνάθημα ἡ Μαρία παρουσιάσθη εἰς τὸν ἱερέα. Ταυτοχρόνως ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδή ἦτο πρωτότοκος, παρέστη κατὰ τὸν Νόμον τοῦ Μωὔσέως πρὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπηλλάγη τῆς νενομισμένης ὑπηρεσίας ἐν τῷ Ναῷ, ἀντὶ τῆς καταβολῆς πέντε σεκέλ, ἤτοι 20 περίπου

φράγκων. Διὰ τὸν Καθαρισμὸν καὶ διὰ τὴν παρουσίασιν δὲν δίδονται εἰς ἡμᾶς πλειότεραι λεπτομέρειαι, ἀλλ᾽ ἡ ἐπίσκεψις αὕτη εἰς τὸν Ναὸν ἀπηθανατίσθη διά τινος κατανυκτικοῦ ἐπεισοδίου - τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ θείου Τέκνου ὑπὸ τοῦ Συμεῶνος καὶ τῆς Ἄννης. Περὶ τοῦ Συμεῶνος γνωρίζομεν ἁπλῶς ὅτι ἦτο δίκαιος καὶ εὐλαβὴς ἀνήρ, πεπροικισμένος μὲ τὸ δῶρον τῆς προφητείας, καὶ ὅτι «ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδη τὸν Χριστὸν Κυρίου». ’Οθούμενος λοιπὸν ὑπὸ ἰσχυρᾶς ἀκαταγωνίστου ἐμπνεύσεως, εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἱερόν, καὶ ἀναγνωρίσας τὸ θεῖον Τέκνον, «ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ ηὐλόγησε τὸν Θεὸν» καὶ ἀνέτεινε τοὺς βραχίονας καὶ ἔψαλεν ἀπὸ βάθους καρδίας τὸ θριαμβευτικὸν ἐκεῖνο «Νῦν ἀπολύεις», ὅπερ καθηδύνει ἀπὸ δέκα ὀκτὼ αἰώνων τὰ χριστιανικὰ ὦτα. Ἡ προφητεία ὅτι τὸ Βρέφος θὰ ἧτο «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», καθὼς καὶ ὅλη η περίεργος ἐκείνη σκηνή, ἐπροξένησαν βεβαίως βαθεῖαν κατάπληξιν εἰς τοὺς γονεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ γέρων προφήτης δὲν ἀπέκρυψε τὰς ἰδίας αὐτῶν θλίψεις τὰς μελλούσας, προλέγων ἰδίως εἰς τὴν Παρθένον Μητέρα τήν ἀμείλικτον καταδίωξιν ἥτις ἀνέμενε τὸ θεῖον Παιδίον καὶ τοὺς ἐθνικοὺς κινδύνους οἵτινες ἐπεφυλάσσοντο διὰ τὸ μέλλον.

Αἱ παραδόσεις ἐνησχολήθησαν πολὺ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Συμεῶνος. Εἰς τὸ ᾽Αραβικὸν Εὐαγγέλιον τῆς Νηπιακῆς Ἡλικίας, ὁ γέρων ἀναγνωρίζει τὸν Ἰησοῦν διότι Τὸν βλέπει ἀπαστράπτοντα ὡς στήλη φωτὸς εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρός Του. Ὁ Νικηφόρος μᾶς λέγει ὅτι ἡ ἀνάγνωσις τῶν Γραφῶν τοῦ ἐνέβαλε τήν ἰδέαν ὅτι δὲν θ’ ἀπέθνησκε προτοῦ νὰ ἴδῃ τὸν Μεσσίαν. Πᾶσα ἀπόπειρα πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι ἄλλος Συμεὼν ἦτο, καὶ οὐχὶ αὐτός, ἀπέτυχεν. "Ἄν ἦτο Ἀρχιερεύς, ὅπως τὸν θέλει τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου, ὁ Λουκᾶς δὲν θὰ μᾶς τὸν παρίστα τόσον ἁπλῶς ὡς «ἄνθρωπον ἐν Ἱερουσαλήμ, ᾧ ὄνομα Συμεών». Ἡ πληροφορία ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τῆς Γεννήσεως τῆς Μαρίας, ὅτι ἦγεν ἡλικίαν 113 ἐτῶν εἶνε ἐντελῶς αὐθαίρετος τοιαύτη δὲ εἶνε καὶ ἡ εἰκασία ὅτι ἡ σιωπή τοῦ Ταλμούδ ἐν σχέσει πρὸς αὐτὸν ὀφείλεται εἰς τὰς χριστιανικὰς ροπάς του. Δὲν ἠδύνατο νὰ εἶνε ὁ Ραββὰν Συμεών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἱλλὴλ καὶ πατὴρ τοῦ Γαμαλιήλ, ὅστις δὲν θὰ ἦτο τόσον γηραιὸς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Κατὰ πολὺ ἰσχυρότερον λόγον δὲν ἦτο οὔτε ὁ Συμεὼν ὁ Δίκαιος, ὅστις ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε προφητεύσει τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ τελευταῖος ἐπιζῶν ἐκ τοῦ μεγάλου Συνεδρίου. Τὸ περίεργον εἶνε, ὅτι οἱ Εὐαγγελισταὶ δὲν λέγουν τίποτε περὶ αὐτοῦ, ἐνῶ διὰ τὴν Ἄνναν τὴν προφήτιδα μᾶς δίδονται λίαν ἐνδιαφέρουσαι λεπτομέρειαι, καὶ μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἦτον ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ ᾿Ασὴρ - ἀπόδειξις τρανοτάτη ὅτι αἱ φυλετικαὶ σχέσεις παρέμενον ἀκόμη ζωνταναὶ εἰς τὴν μνήμην τοῦ λαοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄

Ἡ ἐπίσκεψις τῶν Μάγων

 

Ἡ σημασία τῶν Ἐπιφανείων. - Ἡρώδης ὁ Μέγας. – Οἱ «Μάγοι».

Παραδόσεις. - ᾿Αφορμαὶ τοῦ ταξειδίου των. - Γενικὴ προσδοκία τοῦ κόσμου.

Ὁ ἀστὴρ ἐν τῇ ᾽Ανατολῆ. - ᾽Αστρονομικαὶ εἰκασίαι τοῦ Κεπλέρου κλπ. - Δῶρα τῶν Μάγων.

 

Ἡ σύντομος ἀφὴγησις τῆς ἐπισκέψεως τῶν Μάγων, ἡ ἐμπεριεχομένη εἰς τὸ δεύτερον κεφάλαιον τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἐνέχει μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ἱστορίαν τής Χριστιανοσύνης. Ἡ ἐπίσκεψις αὕτη εἶνε ἐν πρώτοις τὰ Θεοφάνεια, ἡ Φανέρωσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς Ἐθνικούς. Φέρει τὰ γεγονότα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς στενὴν συνάφειαν μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν, μὲ τὰς ἀρχαίας προφητείας, μὲ τὴν ἀπ’ αἰώνων ἱστορίαν, μὲ τὴν νεωτέραν ἐπιστήμην. Καὶ παρέχει  τοιουτοτρόπως εἰς ἡμᾶς νέα τεκμὴρια τῆς βασιμότητος τής πίστεώς μας, ἐξαγόμενα ἀπὸ τὰς μᾶλλον αὐθεντικάς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰς μᾶλλον ἀπροσδοκήτους πηγάς

Ἡρώδης ὁ Μέγας, ὅστις, ὕστερον ἀπὸ μίαν ζωὴν ὀργίων καὶ ἐγκληματικῶν ἐπιτυχιῶν, εἶχε περιπέσει ἤδη εἰς βαθὺ γῆρας -γῆρας πλῆρες ζηλοτυπιῶν καὶ ἀγριότητος- διέμενεν ἐν τῷ νέῳ ἀνακτόρῳ του ἐν Σιῶνι. Καὶ ὅπως ἦτο τώρα φρενιασμένος ἀπὸ τὰ ἐγκλήματά του τὰ περασμένα, κατελήφθη άπό νέους παροξυσμοὺς τρόμου καὶ ἀγωνίας εἰς μίαν ἐπίσκεψιν μερικῶν Μάγων ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν τὸ ἀλλόκοτον μήνυμα, ὅτι εἶχον ἴδει ἐν τῇ ανατολή τόν ἀστέρα νεογεννήτου τινὸς βασιλέως τῶν Ἰουδαίων καὶ ἦλθον νὰ τὸν προσκυνήσουν. Ὁ Ἡρώδης, ὁ ἅρπαξ ὁ Ἰδουμαῖος, ὁ ἀποστάτης, ὁ βδελυρός τύραννος ἀδυνάτου λαοῦ, ὁ βέβηλος τυμβωρύχος τοῦ τάφου τοῦ Δαυΐδ ἤκουσε τὴν εἴδησιν μέ τρόμον καὶ μὲ ὀργὴν τὴν ὁποίαν δυσκόλως ἠδύνατο ν’ ἀποκρύψη. Ἔβλεπε σαλευόμενον τόν θρόνον του, τόν θρόνον ἐκεῖνον τὸν ἱστορικόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀνέλθει ἀναξίως καὶ τὸν ὁποῖον ὤφειλεν εἰς τὰς τυχοδιωκτικάς ἐπιτυχίας του. Δόλιος δὲ ὅσον καὶ ὠμός, καὶ βλέπων ὅτι ὅλη ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐταράχθη μετ᾽ αὐτοῦ, συνήγαγεν ἐν τῷ ἀνακτόρῳ του πάντας τοὺς ’Αρχιερεῖς καὶ τοὺς Γραμματεῖς τῶν Ἰουδαίων -τὰ λείψανα ἴσως τοῦ Συνεδρίου ἐκείνου τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκμηδενίσει πρὸ πολλοῦ - καὶ ἠρώτα αὐτοὺς ποῦ ὁ Μεσσίας γεννᾶται. ᾽΄Ελαβε δὲ τὴν πρόθυμον καὶ ἐμπιστευτικὴν ἀπάντησιν, ὅτι ἡ Βηθλεέμ ἦτο ἡ πόλις ἡ ὑπό τῆς Γραφῆς ἐνδειχθεῖσα διά τοιαύτην τιμὴν. Καὶ ἀποκρύπτων τὸν δόλιον καὶ ἄσπλαγχνον σκοπόν του, ἀπέστειλε τούς Μάγους εἰς Βηθλεέμ μέ τήν διαταγήν νά ἐξετάσουν ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδίου καὶ ὅταν εὕρουν αὐτὸ νὰ τὸν εἰδοποιήσουν, ὅπως μεταβῇ καὶ αὐτὸς νὰ τὸ προσκυνήση.

Προτοῦ ἐξακολουθήσωμεν τὴν ἀφηγησίν μας, ἂς σταματήσωμεν ἐπὶ στιγμὴν νά ἐξετάσωμεν τίνες ἦσαν οἱ ὁδοιπόροι ἐκεῖνοι τής Ἀνατολῆς, καὶ τί δύναται νὰ ἐξακριβώση ἡ  ἱστορία σχετικῶς πρὸς τὴν μυστηριώδη ἀποστολήν των.

Ἡ λέξις «Μάγοι», διὰ τῆς ὁποίας χαρακτηρίζονται ἐν τῷ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίῳ, εἶνε ἐντελῶς ἀόριστος. Ἀρχικῶς ἐσήμαινε μίαν τάξιν σοφῶν τῆς Περσίας καὶ τής Μηδίας κατόπιν ἐδόθη ἡ ὀνομασία αὕτη εἰς τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ψευδοπροφήτας (Πρ. Ἀπ. 13, 6).

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν γνωστότατοι εἰς τὴν ἀρχαιότητα ὑπὸ τὸ ὄνομα Χαλδαῖοι, καὶ αἱ ἐπισκέψεις των μάλιστα ἐξετείνοντο καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν δυτικῶν ἐθνῶν. Διογένης ὁ Λαέρτιος ἀναφέρει ἓν ἐπεισόδιον ἐκ τοῦ Ἀριστοτέλους, κατὰ τὸ ὁποῖον μάγος τις ἐκ Συρίας ἐπροφήτευσεν εἰς τὸν Σωκράτην ὅτι θὰ ἀπέθνησκεν ἐκ βιαίου θανάτου, καὶ ὁ Σενέκας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ μάγοι «οἵτινες παρεγένοντο τυχαίως ἐν Ἀθήναις» ἐπεσκέφθησαν τὸν τάφον τοῦ Πλάτωνος καὶ ἔκαυσαν ἐπ᾽ αὐτοῦ θυμίαμα ὡς πρὸς θεῖον ὄν. Ὅλαι ὅμως αὐταὶ αἱ πληροφορίαι εἶνε συγκεχυμέναι καὶ ἀντιφατικαὶ παραδόσεις, αἵτινες δὲν ρίπτουν φῶς καὶ εἰς ἄλλα μᾶλλον ἐνδιαφέροντα ζητήματα, ὅπως εἶνε τὸ τῆς κοινωνικῆς τάξεως τῶν Μάγων τούτων, τῆς πατρίδος των, τοῦ ἀριθμοῦ των, τῶν ὀνομάτων των. Ἡ παράδοσις ἥτις μᾶς τοὺς παριστᾷ ὡς βασιλεῖς στηρίζεται πιθανῶς ἐπὶ τῆς προφητείας τοῦ Ἡσαΐα, ὅτι τὰ ἔθνη θὰ προσέλθουν εἰς τό φῶς τοῦ μέλλοντος Χριστοῦ καί οἱ βασιλεῖς θά τόν προσκυνήσουν. Ἐπίσης καί ἡ ἄλλη γνώμη, ὅτι ἦσαν Ἄραβες, ἐνδεχόμενον νὰ προέκυψεν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λίβανος καὶ η σμύρνα εἶνε προϊόντα τῆς Ἀραβίας, καὶ ἀπὸ χωρίον τι τοῦ ὀγδοηκοστοῦ δευτέρου ψαλμοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον οἱ βασιλεῖς τῶν νήσων καὶ τῆς Ἀραβίας καὶ τοῦ Σαβᾶ θὰ προσφέρουν δῶρα.

Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐπισκεφθέντων τὸν ’Ιησοῦν Μάγων, ἦτο μία διπλῆ παράδοσις. Ὁ Αὐγουστῖνος καὶ ὁ Χρυσόστομος λέγουν ὅτι ἦσαν δώδεκα, ἀλλ’ ἡ κοινὴ πεποίθησις, ἡ προκύπτουσα πιθανῶς ἐκ τοῦ τριπλοῦ δώρου, εἶνε ὅτι ἦσαν τρεῖς μόνον. Ὁ Βὲδ μάλιστα, ᾿΄Αγγλος μοναχὸς καὶ ἱστορικός, ἀκμάσας κατὰ τὸν 7ον αἰῶνα μ.Χ., μᾶς δίδει λεπτομερείας διὰ τὰ ὀνόματά των, τὴν πατρίδα των, τὸ πρόσωπόν των. Ὀνομάζοντο Μελχίωρ, Γάσπαρος καὶ Βαλθάσαρ. Ὁ πρῶτος ἦτο γέρων, μὲ πάλλευκον κόμην καὶ μὲ μακρὸν πώγωνα,  ὁ Γάσπαρος ἕνας σφριγῶν καὶ ἀγένειος νεανίας, ὁ Βαλθάσαρ μελαχροινὸς καὶ εἰς τὸ ἂνθος τῆς ἡλικίας του. Ἡ παράδοσις ὡσαύτως μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Μελχίωρ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Σήμ, ο Γάσπαρος τοῦ Χαμ, καί ὁ Βαλθάσαρ τοῦ Ἰάφεθ. Κατέστησαν οὕτω ἀντιπρόσωποι τῶν τριῶν περιόδων τῆς ζωῆς καὶ τῶν τριῶν διαιρέσεων τῆς ὑδρογείου ὅσον δὲ καὶ ἂν εἶνε τὰ τοιαῦτα μυθεύματα ἐστερημένα πάσης ἀξίας προκειμένου περὶ καθαρῶς ἐπιστημονικῆς ἐργασίας, κατεστάθησαν ὅμως ἐνδιαφέροντα διὰ τὴν μεγάλην ἐπίδρασιν τὴν ὁποίαν ἤσκησαν ἐπὶ τῶν ὡραιοτέρων προϊόντων τῆς θρησκευτικῆς τέχνης, ὅπως λόγου χάριν ἐπὶ τῶν ζωγραφικῶν ἔργων τοῦ Βελλίνι, τοῦ Βερονέζ κλπ. Τά κρανία τῶν τριῶν τούτων βασιλέων, εὑρεθέντα, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ραϊνάλδου κατὰ τήν δωδεκάτην ἑκατονταετηρίδα, φυλάσσονται ἐπιμελῶς μεταξύ ἄλλων ἁγίων λειψάνων ἐν τῇ Μητροπόλει τῆς Κολωνίας, περιβεβλημένοι ἀκόμη τοὺς στεφάνους των τοὺς ὁλοχρύσους καὶ ἀδαμαντοκολλήτους.

Δι’ ἡμᾶς ἐν τούτοις εἶνε μᾶλλον σύμφωνον πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ  ἔργου νὰ ἐξετάσωμεν τὰς ἀφορμὰς τοῦ ἀξιομνημονεύτου ταξειδίου των εἰς Βηθλεέμ.

Πληροφορούμεθα ἀπὸ τὸν Τάκιτον, τὸν Σουετώνιον καὶ τὸν Ἰώσηπον, ὅτι καθ᾿ ὅλην τὴν ’Ανατολὴν ἐπεκράτει εἰς ἐκείνους τοὺς χρόνους μία ἀκλόνητος πεποίθησις, ἐκπηγάσασα ἐκ τῶν ἀρχαίων προφητειῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλεν ὅσον οὔπω ν’ ἀναφανῆ ἐν Ἰουδαία κραταιός τις μονάρχης καὶ νὰ κυριαρχήση τοῦ κόσμου. Ὑπῆρξαν, εἶνε ἀληθές, καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν συγχρόνων οἵτινες συνεπέραναν ὅτι οἱ ἀνωτέρω δύο Ρωμαῖοι ἱστορικοὶ ἀπηχοῦσιν ἁπλῶς μίαν διάδοσιν, ἤ αὐθεντία τῆς ὁποίας στηρίζεται εἰς μόνον τὸν Ἰώσηπον. ᾿Αλλὰ καὶ ἂν παραδεχθῶμεν τὴν ἀβάσιμον ταύτην ὑπόθεσιν, ὑπάρχουν ὅμως τραναὶ ἀποδείξεις εἰς τὰς ἰουδαϊκὰς καὶ τὰς πανθεϊστικὰς συγγραφὰς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅτι ὁ τότε κόσμος, ὁ κατηρειπωμένος καὶ ἔνοχος, ἀνέμενεν ἀγωνιωδῶς τὴν ἔλευσιν τοῦ Λυτρωτοῦ του. «Ἡ δρόσος τῆς εὐλογίας δὲν πίπτει ἐφ’ ἡμᾶς καὶ οἱ καρποὶ ἡμῶν εἶνε ἄνευ χυμοῦ», ἐκραύγαζεν ὁ Ραββὰν Συμεών, ὁ υἱὸς τοῦ Γαμαλιὴλ καὶ αἱ κραυγαί του συνοψίζουν τρόπον τινὰ ὁλόκληρον τὴν φιλολογίαν μιᾶς ἐποχῆς, ἥτις, ὅπως λέγει καὶ ὁ Νίεμπουρ, εἶχε «στειρεύσει ἀπὸ τὴν δίψαν τοῦ ἐγκλήματος».

Οὐδὲν λοιπὸν τὸ ἔκτακτον παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Μάγοι ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ὥδευσαν πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ, καὶ μάλιστα ἂν εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὑπῆρχον ἀφορμαὶ νὰ πιστεύεται τότε ὅτι ἡ προφητεία, ἡ τοσάκις ἐξαγγελθεῖσα, προσὴγγιζεν ἤδη νὰ ἐκπληρωθῆ. Ἄν ἦσαν μαθηταὶ τοῦ Ζωροάστρου, θὰ ἔβλεπον εἰς τὸ θεῖον Βρέφος τὸν μέλλοντα κατακτητὴν τοῦ ᾽Αριμάνη, τὸν θεόθεν προωρισμένον κυρίαρχον τοῦ κόσμου. Ἡ ἱστορία τοῦ ταξειδίου των ἐξητάσθη ἀληθῶς μὲ ἀφελῆ περιφρόνησιν, ὡς ἁπλοῦς μῦθος ποιητικός, ἀλλὰ μολονότι αἱ μόναι ἐγγυήσεις τοῦ ἱστορικῶς πιστευτοῦ τοῦ ταξειδίου τούτου εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ὑπάρχουν πολλὰ περιστατικὰ τὰ ὁποῖα μᾶς δικαιολογοῦν νὰ πιστεύωμεν ὅτι εἰς τὰς γενικὰς γραμμὰς του δὲν παρουσιάζει τίποτε τὸ ἀδύνατον ἤ τὸ ἀπίθανον.

Ὁ Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἀφορμὴ τοῦ ταξειδίου των ἦτο ν’

ἀνακαλύψουν τὸν νέον Μεσσίαν, τοῦ ὁποίου εἶχον ἴδει τὸν ἀστέρα εἰς τὴν ἀνατολὴν.

Τὸ νὰ ἐκληφθῆ ἓν οὐράνιον φαινόμενον ὡς σημεῖον τῆς ἐλεύσεως νέου Βασιλέως, ἦτο συνεπέστατον πρὸς τὰς πεποιθήσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μία τοιαύτη ἔννοια προέκυψε πιθανῶς ἐκ τῆς προφητείας τοῦ Βαλαάμ, ἥτις, διὰ τὴν δύναμιν τοῦ ρυθμοῦ της καὶ διὰ τὸ ἐξόχως εὐφάνταστον αὐτῆς, διεδόθη εὐρύτατα ἀνὰ τὰς ἀνατολικὰς χώρας. Μετὰ ἕνα σχεδόν αἰώνα, ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Ἀδριανοῦ, ὁ ψευδής Μεσσίας ἐπωνομάσθη ὑπό τοῦ πεφημισμένου Ραββί Ἀκίβα «Υἱός Ἀστέρος», καί ἐτύπωσε τὴν εἰκόνα ἄστρου ἐπὶ τοῦ νομίσματος τὸ ὁποῖον ἐξέδωκε.

Μετὰ ἓξ ἑκατονταετηρίδας, ὁ Μωάμεθ παρέστησεν ὡς σύμβολον τῶν ἀξιώσεών του ἕνα κομήτην ἐπιφανέντα ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του. Καὶ αὐτοὶ μάλιστα οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι ἐφρόνουν πάντοτε ὅτι αἱ γεννήσεις καὶ οἱ θάνατοι τῶν μεγάλων ἀνδρῶν συμβολίζονται διὰ τῆς ἐμφανίσεως καὶ ἐξαφανίσεως οὐρανίων σωμάτων, μία δὲ τοιαύτη παράδοσις διεσώθη καὶ μέχρι νεωτέρων σχετικῶς χρόνων. Τὸ ἐφήμερον ἄστρον, τὸ ὁποῖον ἐπεφάνη ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουηδοῦ ἀστρονόμου Τύχωνος Βράχε, καὶ ὅπερ οὗτος ἀνεκάλυψεν εἰς τό στερέωμα τήν 11 Ν οεμβριου του 1752, ἐπιστεύθη ἀπό τούς τότε ἀνθρώπους ὅτι ὑπεδήλου τό βραχύ, ἀλλ’ ἔκλαμπρον στάδιον πολεμιστοῦ τινος ἀπὸ βορρᾶ προερχομένου, καὶ ἐθεωρήθη ὡς προφητικὸν τῆς τύχης τοῦ Γουσταύου Ἀδόλφου. Καὶ εἰς τὴν προκειμένην λοιπὸν περίπτωσιν, μολονότι τὸ ἀληθὲς ἔτος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξάγεται μετὰ θετικότητος ἐκ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν, ἐν τούτοις ἐπεφάνη ἀναμφιβόλως κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς τοὺς οὐρανοὺς φαινόμενόν τι ἀστρονομικόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο νὰ διαλάθη τὴν προσοχὴν ἐνὸς ἀστρολογοῦντος λαοῦ.

Τὴν 17 Δεκεμβρίου 1603, ἔγινε σύνοδος τῶν δύο μεγαλυτέρων πλανητῶν, τοῦ Κρόνου καί τοῦ Διός, ἐν τῷ Ζωδίῳ τῶν Ἰχθύων εἰς τό ὑδάτινον τρίγωνον. Τὴν ἀκόλουθον ἄνοιξιν, οἱ δύο πλανῆται συνηντήθησαν μετὰ τοῦ Ἄρεως εἰς τὸ τρίγωνον τοῦ πυρός καὶ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1604 ἐπεφάνη νέον τι ἄστρον παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ’Οφιούχου καὶ μεταξύ Ἄρεως καί Κρόνου, τό ὁποῖον, ἀφοῦ ἔλαμψεν ἐπί ἕν ὁλόκληρον ἔτος, ἤρχισεν ἀπό τόν Μάρτιον τοῦ 1606 νά σμικρύνεται βαθμηδόν, ἕως οὗ ἐξηφανίσθη ἐντελῶς. Ὁ Βρουνόβσκι, ὁ μαθητὴς τοῦ Κεπλέρου, ὅστις ἀνεκάλυψε πρῶτος τὸ ἄστρον ἐκεῖνο, λέγει ὅτι ἔλαμπεν ἐναλλάσσον χρώματα ὡς ἀδάμας, καὶ ὅτι δὲν ἦτο καθόλου νεφελῶδες καὶ δὲν παρουσίαζε καμμίαν ὁμοιότητα μὲ κομήτην. Τά ἀξιοσηµείωτα ταῦτα οὐράνια φαινόμενα εἵλκυσαν τήν προσοχήν τοῦ μεγάλου Κέπλερου, ὅστις, γνώστης τέλειος τῆς ἀστρολογίας, ἤξευρε τήν μεγάλην σημασίαν τήν ὁποίαν μία τοιαύτη σύνοδος θὰ εἶχεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Μάγων καὶ προσεπάθησε ν’ ἀνακαλύψῃ ἂν ἐγένετο τοιαύτη τις καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Κρόνου γίνεται σύνοδος ἐν τῷ αὐτῷ τριγώνῳ ἀνὰ πᾶσαν εἰκοσαετίαν, ἐνῷ κάθε διακόσια ἔτη οἱ δύο πλανῆται μεταβαίνουν εἰς ἄλλο τρίγωνον, καὶ ἀφοῦ διέλθωσιν ὁλόκληρον τὸν ζωδιακὸν κύκλον, συνέρχονται εἰς τὸ αὐτὸ τρίγωνον μετὰ 794 ἔτη, τέσσαρας μῆνας, καὶ δώδεκα ἡμέρας. Ὑπολογίζων ἀναδρομικῶς, ὁ Κέπλερος ἀνεκάλυψεν ὅτι ἡ αὐτή συρροή τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Κρόνου συνέβη οὐχὶ ὀλιγώτερον ἀπὸ τρεῖς φορὰς κατὰ τὸ ἔτος 747 ἀπὸ κτίσεως Ρώμης, καὶ ὅτι ὁ πλανήτης ᾽΄Αρης εἶχε συναντηθῆ μετ᾽ αὐτῶν κατὰ τὴν ἄνοιξιν τοῦ 748 τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἐγένετο ἡ τοιαύτη συνάντησις κατὰ τὴν χρονικήν ἐκείνην περίοδον ἐξηκριβώθη καί ὑπό πολλῶν ἄλλων ἐπιστημόνων καὶ οὐδεμίαν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν.

Μία τοιαύτη σύμπτωσις δὲν ἠδύνατο βεβαίως νὰ ἐξηγηθῆ ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους ἀστρολόγους παρὰ ὡς σημαίνουσα τήν προσέγγισιν ἀξιοσημειώτου τινὸς γεγονότος. Καὶ ἀφοῦ ἐγένετο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῶν Ἰχθύων, τὸν ὁποῖον οἱ ἀστρολόγοι ὑπέθετον ἀμέσως συνδεόμενον πρὸς τὰς τύχας τῆς Ἰουδαίας, αἱ σκέψεις των φυσικῶς τοιαύτην θὰ ἐλάμβανον τροπήν. Ἄλλως τε ἡ ἐξήγησις τῆς σημασίας τοῦ ἐπιφανέντος ἀστέρος ὀφείλεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἰς τὰς ἀστρολογικὰς γνώμας τῶν Ἰουδαίων, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος θὰ ὑπεσήμαινε τήν ἔλευσιν τοῦ Μεσσίου, ἐξ ἄλλου δὲ εἰς τὴν προσδοκίαν ὅλου τοῦ τότε κόσμου, ἀναμένοντος ἀγωνιωδῶς τὸν Λυτρωτήν του.

Ἡ ἐμφάνισις καὶ ἐξαφάνισις νέων ἄστρων δὲν εἶνε τόσον σπάνιον φαινόμενον, ὥστε νὰ διεγείρη σπουδαίαν τινὰ ἀμφιβολίαν. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὁμιλεῖ περὶ τοιούτου ἄστρου δύο ἤ τρία ἔτη ὕστερον ἀπὸ τὴν ἀξιοσημείωτον ἐκείνην πλανητικήν σύνοδον, καὶ ὅτι τὸ ἄστρον τοῦτο ἐπεφάνη καὶ πάλιν ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ 1600 ἔτη, ὁπότε δηλαδὴ καὶ νέα σύνοδος ἐγένετο, δύναται μόνον νὰ θεωρηθῆ ὡς περίεργος σύμπτωσις. Καὶ θὰ εἴχομεν μίαν ἰσχυροτάτην καὶ μίαν περίεργον ἐπιβεβαίωσιν τοῦ γεγονότος τούτου, ὅπερ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος, ἄν ἠδυνάμεθα νά ἔχωμεν ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἰσχυρισμόν τοῦ Βιεσέλερ, ὅτι εἰς τούς ἀστρονομικοὺς πίνακας τῶν Χαλδαίων διεσώθη μία σημείωσις καθ’ ἥν ἄστρον τι ἐπεφάνη εἰς τοὺς οὐρανοὺς κατὰ τὴν ἐποχήν ἐκείνην. Εἶνε ὅμως τολμηρόν νά βασισθῶμεν ἐπί διαβεβαιώσεως τῆς ὁποίας εἶνε τόσον δύσκολος ἡ ἐξακρίβωσις καὶ ἥτις περικαλύπτεται ἀπό τόσον σκότος καὶ τόσον μυστήριον.

Καὶ ἀγόμεθα συνεπῶς εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι αἱ ἀστρονομικαὶ ἔρευναι, διὰ τῶν ὁποίων ἀπεδείχθη ἡ ἀλήθεια τῆς ἀξιοσημειώτου ἐκείνης πλανητικῆς συνόδου, ἔχουν τὴν ἀξίαν των μόνον ἐφ’ ὅσον ἀποδεικνύουν ὅτι δυνατὸν  ἡ σύνοδος αὕτη νά προδιέθεσε τοὺς Μάγους νά ἐλπίζουν μέγα τι γεγονός. Καὶ ἡ προσδοκία αὐτὴ τοὺς ἔκαμε βεβαίως νὰ ὁδεύσουν πρός τήν Παλαιστίνην, ὅταν καί ἄλλο παροδικόν ἄστρον μεταγενέστερον ἔλαμψεν εἰς τὸ στερέωμα, οὗτινος ἡ ἐμφάνισις δὲν εἶνε μὲν πρωτοφανὲς γεγονὸς ἐν τῇ ἀστρονοµία, ἀλλ’ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἑνὸς Εὐαγγελιστοῦ.

Οἱ Μάγοι ἦλθον εἰς Βηθλεὲμ καὶ προσήνεγκον εἰς τὸ θεῖον Βρέφος ἐν τῇ ταπεινῇ καί πτωχικῇ «οἰκία του» φόρον λατρείας, μὲ τὴν ὁποίαν δὲν ἔκρινον καλὸν νά τιμήσουν τόν Ἠρώδην ἐν τῷ μαρμαίροντι ἀνακτόρῳ του, τόν Ἰδουμαῖον ἅρπαγα. «Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν, προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν». Ἡ φαντασία τῶν πρώτων Χριστιανῶν εὗρεν εἰς ἕκαστον δῶρον ἰδιαιτέραν σημασίαν, ἡ σμύρνα εἶνε διὰ τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην, ὁ χρυσὸς ἐδόθη πρός τόν Βασιλέα καί ὁ λίβανος πρός τήν Θεότητα ἤ καί ἄλλως, ὁ χρυσός διά τήν φυλήν τοῦ Σήμ, ἡ σμύρνα διά τήν φυλήν τοῦ Χάμ, καί ὁ λίβανος διὰ τὴν τοῦ ’Ιάφεθ - ἀθῶαι φαντασιοπληξίαι, φωτειναὶ καὶ θέλγουσαι, ἀξίαι μνείας μόνον καὶ μόνον διότι ἀπεκρυσταλλώθησαν εἰς αἰωνίας παραδόσεις, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἤντλησαν ὑπερόχους ἐμπνεύσεις ἡ ποίησις καὶ ἡ τέχνη ἡ χριστιανική.

 

 

 

 

 

Κεφάλαιον Δ΄

Ἡ φυγή εἰς Αἴγυπτον καί ἡ σφαγή τῶν Νηπίων

Ἀναχώρησις τν Μάγων. Παραδόσεις περί τς φυγς ες Αγυπτον.  Σφαγή τν Νηπίων. Ἡ ἱστορική ἀξιοπιστία της. Χαρακτήρ Ἡρώδου το Μεγάλου. Σιωπή το ωσήπου. Θάνατος καί ταφή Ἡρώδου το Μεγάλου. ᾿Ανάρρησις το ρχελάου.

Ἀφο ο Μάγοι προσήνεγκον τ δρά των κα προσεκύνησαν τν Χρι στόν, σκέπτοντο βεβαίως ν πιστρέψωσι πρς τν Ἡρώδην, «χρηματισθέντες μως κατ’ ναρ» π το Θεο, νεχώρησαν δι’ λλης δο ες τν δίαν ατν χώραν. Κα δν ερίσκομεν πλέον τ χνη ατν κα δν μανθάνομεν τί πέγιναν κατόπιν, οτε π τν Γραφήν, οτε π τν αθεντικν στορίαν, οτε ξ ατν τν ποκρύφων πα ραδόσεων, ἡ πίσκεψίς των μως δωκεν φορμν ες ξιομνημόνευτα κα σοβαρώτατα γεγονότα.

Τ νειρον περ νήγγειλεν ες ατος τν κίνδυνον, συνέπιπτε πιθανς μ τς πονοίας ες τς ποίας τούς νέβαλεν μς κα δόλιος τύραννος, στις εχεν κφράσει ποκριτικν πιθυμίαν ν σπεύσ καατς ν προσκυνήσ τ θεον Τέκνον, κα πειδ ελόγως δυνάμεθα ν ποθέσωμεν τι γνωστοποίησαν τος φόβους των κα ες τν ᾿Ιωσήφ, οτος ερέθη προπαρεσκευασμένος δι τν καθ’ πνους εἰδοποίησιν το γγέλου κα τν ξαγγελίαν το κινδύνου κα τν προσταγν ν φύγη ες Αγυπτον, πως σώση τ Βρέφος π τν ζηλοτυπίαν τοῦ Ἡρώδου.

Ἡ Αἴγυπτος πρξε καθ’ λους τος αἰῶνας τ φυσικν καταφύγιον λων τν π Παλαιστίνης φευγόντων νεκα διωγμν ἤ οκονομικς στενοχωρίας δυσαρεσκείας. Περ τς φυγς κα τς διαρκείας της, Γραφ δν δίδει περισσοτέρας λεπτομερείας. Πληροφορούμεθα μόνον τι ερ Οκογένεια φυγε δι νυκτς κ Βηθλεέμ, κα πανέκαμψεν ταν ωσφ βεβαιώθη κα πάλιν κατ’ ναρ π το γγέλου τι τώρα θ το πλέον σφαλς πάνοδος το Σωτρος ες τν τόπον τς γεννήσεώς Του, φο πέθανον ο ζητοντες τν ψυχν το Παιδίου.

Κα α πόκρυφοι παραδόσεις, α παθανατισθεῖσαι π τς μεγαλο-φυοῦς τέχνης τῶν Ἰταλῶν καλλιτεχνῶν, μᾶς πληροφοροῦν καὶ πάλιν ὅτι οἱ δράκοντες ἦλθον πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ προσεκύνησαν αὐτόν, καὶ οἱ λέοντες καὶ αἱ λεοπαρδάλεις τὸν ἐλάτρευσαν, καί τὰ ἄνθη τῆς Ἱεριχοῦς ἤνοιγον τὰ πέταλά των ὁπουδήποτε ἐπάτει, καί οἱ φοίνικες εἰς τήν προσταγήν του ἐχαμήλωναν τοὺς κλῶνάς των διὰ νὰ δώσουν καρπούς, καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ πλανόδιοι κατεπτοήθησαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖόν του καὶ ὁ χρόνος τοῦ ταξειδίου ἐσυντομεύθη καταπληκτικῶς. Μᾶς λέγουν ἐπίσης πῶς ἅμα τῇ ἀφίξει του εἰς τὴν χώραν, ὅλα τὰ εἴδωλα τῆς γῆς Αἰγύπτου ἀνετράπησαν ἐκ τῶν βάθρων των μὲ ἐξαφνικὸν πάταγον καὶ ἐσκορπίσθησαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ κατέκειντο μὲ θρυμματισμένας τὰς μορφάς, καὶ πῶς πλεῖσται ὅσαι θαυμασταὶ θεραπεῖαι λέπρας καὶ δαιμο νικῆς καταλήψεως συνετελέσθησαν μὲ μίαν μόνην λέξιν του. Ὅλος αὐτὸς ὁ πλοῦτος καὶ ή σπατάλη τῶν περιττῶν, τῶν ἀσκόπων, τῶν ἄνευ ἐννοίας τινὸς θαυμάτων -ὅστις προκύπτει κυρίως ἐξ ἁπλῆς δίψης τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ ἐν μέρει ἐκ φανταστικῆς ἐφαρμογῆς τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- παρουσιάζει ζωηρὰν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἁπλοϊκήν φιλαλήθειαν τῆς ἀφηγήσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Ματθαῖος δὲν μᾶς πληροφορεῖ οὔτε ποῦ κατέλυσεν ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια ἐν Αἰγύπτῳ, οὔτε πόσον χρόνον διήρκεσεν ἡ ἐξορία της αἱ ἀρχαῖαι ὅμως παραδόσεις ἰσχυρίζονται ὅτι ἀπουσίασε δύο μῆνας ἐκ Παλαιστίνης, καὶ ὅτι διέμενε κατὰ τὸ χρονικὸν τοῦτο διάστημα ἐν Ματαρηέχ, πολίχνην κειμένην εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων μιλίων βορειανατολικῶς τοῦ Καΐρου, ὅπου ἐπὶ αἰῶνας πολλοὺς μία πηγή ἐδεικνύετο τῆς ὁποίας τὰ ὕδατα εἶχε καταστήσει δροσερὰ ὁ Χριστός, καὶ μία ἀρχαία συκομορέα ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς ὁποίας ἐκάθισεν ἡ Οἰκογένεια ν’ ἀναπαυθῆ. Ὁ Εὐαγγελιστής ὑπαινίσσεται μόνον τὴν ἀφορμήν τῆς φυγῆς καὶ τῆς ἐπανόδου, καὶ εὑρίσκει εἰς τὴν ἐπάνοδον τήν ἐκπλήρωσιν τῆς παλαιᾶς προφητείας τοῦ Ἡσαΐα, «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υίόν μου».

Ἡ φυγή εἰς Αἴγυπτον εἶχε συνεπείας τραγικωτάτας. Βλέπων ὅτι οἱ Μάγοι δὲν ἐπανῆλθον πρὸς αὐτόν, ὁ Ἡρώδης κατελήφθη ἀπὸ τρόμον ἰσχυρότερον καὶ μίαν ζηλοτυπίαν πλέον μαύρην καὶ πλέον μοχθηράν. Δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ ἐξακριβώσῃ τήν ταυτότητα τοῦ τέκνου τοῦ βασιλικοῦ, τοῦ τέκνου τοῦ ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, καὶ οὔτε βεβαίως τοῦ ἐπῆλθε κατὰ νοῦν νὰ τὸ ἀναζητήση εἰς τὸν σταῦλον τοῦ πανδοχείου τῆς Βηθλεέμ. Ἐγνώριζεν ὅμως ὅτι τὸ παιδίον, ὅπερ ἡ ἐπίσκεψις τῶν Μάγων τὸν ἐδίδαξε νὰ θεωρῇ ὡς μέλλοντα ἀντίπαλον αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴκου του, ἦτο ἀκόμη βρέφος θηλάζον καὶ ἐπειδὴ αἱ μητέρες ἐν τῇ Ἀνατολῇ θηλάζουν τὰ τέκνα των ἐπὶ δύο ἔτη, ἐξέδωκε τὴν ἀγρίαν καὶ ὠμὴν διαταγὴν νὰ φονευθοῦν ὅλοι οἱ παῖδες τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω». Περὶ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν ἐξετελέσθη ἡ διαταγὴ δὲν γνωρίζομεν τίποτε. Τὰ παιδία δυνατὸν νὰ ἐφονεύθησαν κρυφίως, βαθμηδὸν καὶ διαφοροτρόπως, πιθανὸν νὰ εἶνε βάσιμος ἡ ἄλλη ὑπόθεσις ἡ γενικὴ, ὅτι διετάχθη καὶ ἐξετελέσθη ἐν μιᾷ μόνον ὥρα φρικώδης σφαγή - ὑπόθεσις ἥτις προέκυψεν ἀπὸ τὴν ρῆσιν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰακώβου, ὅτι ὁ Ἡρώδης «ἔπεμψε τοὺς φονευτὰς εἰς Βηθλεέμ». Διαταγαὶ τυράννων ὡς ὁ Ἡρώδης περικαλύπτονται συνήθως ὑπὸ ἀπαισίου σκότους βυθίζουν τὸν κόσμον εἰς νάρκην, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν εἶνε ἀσφαλὲς νὰ ὁμιλῆ τις μεγαλοφώνως. Ἀλλ’ ὁ ἄγριος θρῆνος τῆς ἀγωνίας καὶ οἱ ὀδυρμοὶ τῶν μητέρων, ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῶν ὁποίων ἡρπάγησαν τόσον ἀσπλάγχνως τὰ τέκνα των, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ σιγὴσουν, καὶ οἱ ἀκούσαντες θὰ ἐφαντάζοντο ὅτι ἡ Ραχήλ, ἡ μεγάλη πρόγονος τῆς φυλῆς των, τῆς ὁποίας ὁ τάφος κεῖται παρὰ τὸν δρόμον τὸν πρὸς τὴν Βηθλεέμ, εἰς ἀπόστασιν ἑνὸς μιλίου ἀπὸ τῆς πόλεως, ἀνεμίγνυε μίαν ἀκόμη φοράν, ὅπως ἐν τῇ παθητικῆ εἰκόνι τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, τὴν φωνὴν της μὲ τοὺς γόους καὶ μὲ τοὺς κοπετοὺς τῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι ἔκλαιον τόσον ἀπαρηγόρητα τὰ σφαγέντα μικρά των.

Εἰς ἡμᾶς φαίνεται ἀκατανόητον ἕνα ἔγκλημα τόσον ὠμόν, ἀλλ’ αἱ σκέψεις μας καὶ τὰ αἰσθὴματά μας ἐξημερώθησαν ἀπὸ Χριστιανοσύνην δέκα ὀκτὼ αἰώνων, καὶ τοιαῦται πράξεις δὲν εἶνε πρωτοφανεῖς ἐν τῇ ἱστορία τῶν εἰδωλολατρῶν δεσποτῶν καὶ τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἡ παιδοκτονία, καὶ μάλιστα ἀγριωτέρα τῆς τοῦ Ἡρώδου, ἦτο ἔγκλημα ἀποτροπαίως κοινὸν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἡ σφαγὴ τῶν Νηπίων, καθὼς καὶ τὰ αἴτια ἅτινα ἐξώθησαν εἰς ταύτην, ἔχουν ἐφάμιλλα πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα δράματα κατὰ τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἐποχήν. Ὁ Σουετώνιος, ἐν τῷ βίῳ τοῦ Αὐγούστου, ἐρανίζεται ἐκ τῆς βιο- γραφίας τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς γραφείσης ἀπὸ τὸν ἀπελεύθερον ᾿Ιούλιον Μάραθον, μίαν παράδοσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ὀλίγον πρὸ τῆς γεννήσεώς του ἐπεκράτει ἡ προφητεία, ὅτι ἔμελλεν ὅσον οὔπω νὰ γεννηθῆ εἷς Βασιλεὺς καὶ νὰ κυριαρχὴση τοῦ ρωμαϊκοῦ λαοῦ. Πρὸς διάσωσιν τῆς Δημοκρατίας ἐκ τοῦ κινδύνου τούτου, ἡ Σύγκλητος διέταξεν ὅπως ἐγκαταλειφθοῦν  ἤ ἐκτεθοῦν ὅλα τὰ ἄρρενα τὰ ὁποῖα θά ἐγεννῶντο κατ’ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, ἀλλ’ οἱ συγκλητικοὶ τῶν ὁποίων αἱ σύζυγοι ἦσαν ἔγκυοι, ἔλαβον μέτρα ὅπως ἐμποδίσουν τὴν ἐπικύρωσιν τοῦ δόγματος ἐκείνου, διότι ἕκαστος ἤλπιζεν ὅτι ἡ προφητεία ἠδύνατο ν’ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἴδιον τέκνον. ’Εξ ἄλλου, ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει μίαν ἱστορίαν τοῦ Ἡγησίππου, Ἑβραίου τὸ γένος, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δομιτιανός, ἔντρομος πρὸ τοῦ ὁλονέν ἐπιτεινομένου γοήτρου τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἐξέδωκε διαταγὴν ὅπως ἐξολοθρευθοῦν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ οἴκου τοῦ Δαυΐδ. Δύο ἔγγονοι τοῦ Ἰούδα -τοῦ «ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου- ἔζων τότε ἀκόμη καὶ ἦσαν γνωστοὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα Δεσπόσυνοι. Ἐπροδόθησαν δὲ εἰς τὸν Αὐτοκράτορα ἀπὸ ἕνα κάποιον Ἰόκατον καὶ ἄλλους Ναζωραίους αἱρετικούς, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιόν του, ἀλλ’ ὅταν ὁ Δομιτιανὸς παρετήρησεν ὅτι ἦσαν ἁπλοῖ χωρικοί, καὶ ὅτι αἱ χεῖρές των ἔφερον τὰ ἴχνη βαναύσου ἐργασίας, τοὺς ἀφῆκε σώους καὶ ὑγιεῖς μὲ αἴσθημα οἴκτου καὶ περιφρονήσεως.

Μολονότι  ἡ σφαή τῶν ἀκάκων βρεφῶν διήγειρε τὴν δυσπιστίαν, συμφωνεῖ ὅμως πληρέστατα μὲ τὰς πληροφορίας τὰς ὁποίας ἔχομεν περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἡρώδου. Τά δεσπόζοντα πάθη τοῦ ἐπιτηδείου καὶ μοχθηροῦ ἐκείνου ἡγεμόνος ἦσαν ἀχαλίνωτος φιλοδοξία καὶ ὑπέρμετρος ζηλοτυπία, φθάνουσα μέχρι θηριωδίας. Ἡ ζωή του ὅλη εἶχε βαφῆ μὲ τὸ αἷμα φόνων. Εἶχε σφάξει ἱερεῖς καὶ εὐγενεῖς, εἶχεν ἀποδεκατίσει τὸ Συνέδριον, εἶχεν ἀναγκάσει τὸν Ἀρχιερέα, τὸν γαμβρόν του, τὸν νεαρὸν καὶ εὐγενῆ Ἀριστόβουλον, νά πνιγῆ κατά τινα δῆθεν παιδιάν πρὸ τῶν ὀμμάτων του, εἶχε διατάξει τὸν στραγγαλισμὸν τῆς εὐνοουμένης συζύγου του, τῆς ὡραίας ἡγεμονίδος Μαριάμνης τῆς Μακκαβαίας, ἂν καὶ αὕτη φαίνεται νὰ ὑπῆρξε τὸ μόνον πλάσμα τὸ ὁποῖον ἐμμανῶς ἠγάπησεν. Οἱ υἱοί του Ἀλέξανδρος, Ἀριστόβουλος καὶ Ἀντίπατρος, ὁ θεῖός του Ἰωσὴφ, ὁ Ἀντίγονος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, θεῖος καὶ πατὴρ τῆς συζύγου του, ἡ πενθερά του Ἀλεξάνδρα, ὁ συγγενής του Κοστόβαρος, οἱ φίλοι του Δοσίθεος καὶ Γαδίας, ἦσαν ὀλίγοι ἐκ τῶν πολλῶν οἵτινες ἔπεσαν θύματα τῆς θηριωδίας του, τῆς φιλυποψίας του καὶ τῶν ἐνόχων φόβων του. Ὁ ἀδελφός του Φερόρας καὶ ὁ υἱός του ᾿Αρχέλαος μόλις διέφυγον τὸν θάνατον, τὸν ὑπ’ ἐκείνου διαταχθέντα. Οὔτε ἡ ἀνθοῦσα νεότης τοῦ Ἀριστοβούλου, οὔτε αἱ λευκαὶ τρίχες τοῦ βασιλέως Ὑρκανοῦ, ἐπροστάτευσαν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ὕπουλον καὶ τὴν προδοτικὴν μανίαν του. Θάνατοι διὰ στραγγαλισμοῦ, θάνατοι διὰ τοῦ πυρός, θάνατοι διὰ καθείρξεως καὶ ἀπομονώσεως ἐντὸς ἀπαισίων δεσμωτηρίων, θάνατοι διὰ κρυφίων δολοφονιῶν, ἀνεκλαλὴτως ὠμὰ καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, στολίζουν τὰ χρονικὰ μιᾶς βασιλείας, ἥτις, ὑπῆρξε τόσον σκληρά, ὥστε, κατὰ τὴν ἔντονον γλῶσσαν τῶν Ἑβραίων πρεσβευτῶν πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Αὔγουστον, οἱ ἐπιζῶντες ἦσαν περισσότερον ἄθλιοι ἀπὸ τοὺς παθόντας καὶ βασανισθέντας. Καὶ ὅπως συνέβη εἰς τὸν Ἐρρῖκον Η’, πᾶν σκοτεινὸν καὶ ἄγριον ἔνστικτον ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἀπέκτα νέαν δύναμιν δροσερωτέραν καθόσον προσὴγγιζεν εἰς τὸ τέρμα τοῦ βίου του. Κατατρυχόμενος ἀενάως ἀπὸ τὰ φάσματα τῆς δολοφονηθείσης συζύγου του καὶ τῶν θανατωθέντων υἱῶν του, μὲ τὴν ἀγρίαν πάλην ἥτις διεδραματίζετο μέσα του, πάλην μεταξὺ συνειδήσεως καὶ αἵματος, τὸ ἀνοικτίρμον τέρας, ὅπως ἀποκαλεῖ αὐτὸν ὁ Ἰώσηπος, κατελήφθη εἰς τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ βίου του ἀπὸ μαύρην ἀγριότητα μεγαλυτέρας ἐντάσεως, ἥτις ἐξέσπασε καθ’ ὅλων ἐκείνων μὲ τοὺς ὁποίους ἤρχετο εἰς συνάφειαν. Οὐδεμία εὐνόητος δυσκολία ὑπάρχει νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι τοιοῦτος ἄνθρωπος -εἷς ἄγριος βάρβαρος μὲ ζωηρὰν φλέβα διαφθορᾶς, μὲ ἕνα λεπτὸν ἐπίχρισμα πολιτισμοῦ- προσηνέχθη ἀκριβῶς καθ᾿ ὃν τρόπον περιγράφει ὁ Ματθαῖος καὶ ἡ ἐπὶ τὸ γεγονὸς πεποίθησις ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ διαφόρους ἄλλας πηγὰς ἀξιοπίστους. «Ὅταν ὁ Αὔγουστος ἐπληροφορήθη», λέγει ὁ Μακρόβιος, «ὅτι μεταξὺ τῶν παιδίων τῶν ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, ἅτινα διέταξε νὰ σφαγοῦν ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας ἐν Συρία, συνεθανατώθη καὶ ὁ ἴδιος αὐτοῦ υἱὸς εἶπεν, ὅτι “κάλλιον εἶναί τινα ὗν Ἡρώδου ἤ υἱόν”». Μολονότι ὁ Μακρόβιος εἶνε μεταγενέστερος συγγραφεὺς καὶ περιέπεσεν εἰς τὸ σφάλμα νὰ ὑποθέτη ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδου Ἀντίπατρος, ὅστις ἐθανατώθη κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς σφαγῆς τῶν Ἀκάκων, εἶχε συμπεριληφθῆ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν σφαγὴν ταύτην, εἶνε ὅμως βέβαιον ὅτι ἡ παρατιθεμένη εὐφυολογία τοῦ Αὐγούστου ὑπαινίσσεται ζοφεράν τινα ἀνάμνησιν τῆς σφαγῆς ταύτης.

Ἀλλὰ διατί λοιπόν, ἐρωτῶσι μερικοί, δὲν μνημονεύει ὁ Ἰώσηπος μίαν τόσον ἄτιμον ὠμότητα; Ἴσως διότι ἐξετελέσθη τόσον μυστικῶς καὶ κρυφίως, ὥστε οὔτε κἂν νὰ τὴν μάθη ἠδυνήθη. Ἴσως διότι εἰς τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἡμέρας, ὁ θάνατος εἰκοσάδος παιδίων, ἐξ ἀφορμῆς μιᾶς ἁπλῆς ὑπονοίας, ἐθεωρεῖτο ἐντελῶς ἀσήμαντος εἰς τὸν κατάλογον τῶν σφαγῶν τοῦ Ἡρώδου (παραπομπή 1: Ὁ πιθανός ἀριθμὸς τῶν Νηπίων ἐμεγαλοποιήθη ὑπερβαλλόντως. Μία αἰθιοπικὴ παράδοσις, τήν ὁποίαν προθύμως παραδέχεται καὶ ὁ Βολταῖρος, τούς ἀναβιβάζει εἰς 14.000! Ἄν λάβωμεν ὑπ᾽ ὄψει ὅτι ἡ Βηθλεὲμ ἦτο ἓν ἁπλοῦν χωρίον κατοικούμενον ἀπὸ 2.000 ψυχάς, θὰ παραδεχθῶμεν κατ’ ἀνάγκην ὅτι καθ’ ὅλην αὐτῆς τὴν περιοχὴν δὲν ἐσφάγησαν ἄνω τῶν εἴκοσι καὶ ἴσως οὔτε καὶ τόσα. Πρὸ πάντων ἀφοῦ ἦσαν «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω»). Ἴσως διότι τὸ γεγονὸς παρεσιωπήθη ἀπὸ τὸν Νικόλαον τὸν Δαμασκηνόν, ὅστις, γράφων συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν ἑλληνιζόντων ἐκείνων αὐλικῶν, οἵτινες προσεπάθουν πάντοτε νὰ παριστάνουν ὡς πολιτικοὺς Μεσσίας τυράννους διεφθαρμένους καὶ αἱμοσταγεῖς, ἐμεγαλοποίησε τὰς ἀρετὰς τοῦ αὐθέντου αὑτοῦ καὶ ἀπέκρυψεν ἤ ἐμετρίασε τὸ μέγεθος τῶν ἐγκλημάτων του. Ἀλλ’ ὁ πιθανώτερος λόγος εἶνε ὅτι ὁ Ἰώσηπος, τὸν ὁποῖον, παρ’ ὅλας τὰς φιλολογικάς πρὸς αὐτὸν ὑποχρεώσεις μας, δυνάμεθα νὰ θεωρῶμεν ὡς ἀρνησίθρησκον καὶ συκοφάντην, δὲν ἔκρινε καλὸν νὰ ὑπαινιχθῇ γεγονότα τὰ ὁποῖα μάλιστα δὲν συνεδέοντο στενῶς μὲ τὸν βίον τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μόνον χωρίον, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἰώσηπος κάμνει λόγον περὶ τοῦ Χριστοῦ, βρίθει προσθηκῶν ἀπὸ τοὺς ἀντιγραφεῖς, ἂν δὲν εἶνε ἐντελῶς ὑποβολιμαῖον, καὶ οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ σιωπή του εἰς τὸ ζήτημα τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶνε ὅσον ἐσκεμμένη τόσον καὶ ἐπαίσχυντος.

Ἀλλὰ μολονότι ὁ Ἰώσηπος δὲν κάμνει σαφῆ μνείαν τοῦ γεγονότος, πᾶσα ὅμως λεπτομέρεια, τήν ὁποίαν μᾶς χορηγεῖ διὰ τήν περίοδον ταὐτην τοῦ βίου τοῦ Ἡρώδου, ὑποστηρίζει τὸ πιθανὸν αὐτοῦ. Κατ’ ἐκείνους ἀκριβῶς τοὺς χρόνους, δύο εὐφραδεῖς Ἰουδαῖοι διδάσκαλοι, ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Ματθαῖος, εἶχον παρορμήσει τούς μαθητάς των νὰ καταρρίψουν τὸν μέγαν χρυσοῦν ἀετόν, τὸν ὁποῖον ὁ Ἡρώδης εἶχε τοποθετήσει ὑπεράνω τῆς μεγάλης πύλης τοῦ Ναοῦ.

Ὁ Ἰώσηπος συνδέει τήν τολμηρὰν ταύτην ἀπόπειραν μὲ προώρους τινὰς θρύλους περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρώδου ἡ εἰκασία ὅμως τοῦ Λάρδνερ ὅτι ἡ ἀπόπειρα ἐκείνη ἐνεθαρρύνθη ἀπὸ τὰς περὶ τοῦ νέου Μεσσίου ἐλπίδας τὰς νεωστὶ ἀναζωπυρηθείσας ὑπὸ τῶν Μάγων, φαίνεται ἀπαράδεκτος. Ἡ ἀπόπειρα ἐν τούτοις ἀπέτυχε, καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Ματθαῖος, μετὰ τεσσαράκοντα μαθητῶν, ἐκάησαν ζῶντες. Τοιαῦτα ἐγκλήματα ἔχων ὑπ’ ὄψει του, ὁ Ἰώσηπος πιθανῶς νὰ ἠγνόει τὴν μυστικήν δολοφονίαν ὀλίγων θηλαζόντων ἔτι νηπίων εἰς μικρόν τι χωρίον. Τό αἷμά των ἦτο μία μικρὰ σταγὼν εἰς ἐκεῖνον τὸν ἐρυθρὸν ποταμὸν εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Ἡρώδης εἶχε βουτηχθἣ μέχρι τοῦ λαιμοῦ.

Ὁ Ἡρώδης ἀπέθανεν ὀλίγον χρόνον μετὰ τὴν βρεφοκτονίαν. Πέντε ἡμέρας πρὸ τοῦ θανάτου του προέβη εἰς παράφορον ἀπόπειραν αὐτοκτο νίας, καὶ διέταξε τὴν ἀποκεφάλισιν τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ του Ἀντιπάτρου. Τὸ τέλος του ὑπῆρξε φρικαλέως τραγικόν, βεβαιοῦται δὲ ὅτι ἀπέθανεν ἐξ ἀηδεστάτου νοσήματος, ἐκ φθειριάσεως, ἥτις σπανίως μνημονεύεται ἐν τῇ ἱστορία, ἐκτὸς ὅταν πρόκειται περὶ ἀνθρώπων οἵτινες διεχρίθησαν διὰ τὴν ὠμότητα καὶ τοὺς διωγμοὺς αὐτῶν, ὅπως ὁ ᾿Αντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς, ὁ Σύλλας, ὁ Μαξιμιανός, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Ἡρώδης ᾿Αγρίππας κλπ. Εἰς τὴν ἐπιθανάτιον κλίνην του, μίαν κλίνην ἀφορήτου ἀγωνίας, ἐν τῷ μεγαλοπρεπεῖ καὶ πλουσίῳ ἀνακτόρῳ του, ὅπερ εἶχε κτίσει ὑπὸ τοὺς φοίνικας τῆς Ἱεριχοῦς, οἰδαλέος ἐκ τῆς νόσου καὶ φλογιζόμενος ὑπὸ τής δίψης, μὲ τὰς σάρκας περιτρωγομένας ἀπὸ ἕλκη ἀηδῶς πυορροοῦντα, περιστοιχιζόμενος ὑπὸ συνωμοτούντων υἱῶν καὶ κλεπτῶν ὑπηρετῶν, τοὺς πάντας βδελυσσόμενος καὶ ὑφ’ ὅλων μισούμενος, καλῶν τὸν θάνατον ὡς τὴν ὑστάτην παρηγορίαν καὶ τὴν ὑστάτην ἀνακούφισιν ἀπὸ τοῦ δεινοῦ ἄλγους τοῦ σωματικοῦ, καὶ ὅμως φοβούμενος αὐτὸν ὡς ἀπαρχὴν μεγαλυτέρων βασάνων, κατατρυχόμενος ὑπὸ τύψεων, ἀλλὰ καὶ διψῶν ἀκόμη φόνους καὶ αἷμα καὶ κακουργίας βδέλυγμα εἰς ὅλους τοὺς περὶ αὐτόν, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐνόχῳ συνειδήσει του χειρότερος τρόμος δι᾿ ἑαυτόν- φθίνων ἐκ προώρου σωματικῆς ἀποσυνθέσεως, κατατρωγόμενος ἀπὸ σκώληκας, ὡς νὰ τὸν εἶχε πλήξει καταφανῶς ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ὕστερον ἀπὸ ἑβδομήκοντα ἐτῶν ἐπιτυχεῖς κακουργίας, ὁ ἄθλιος γέρων, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι εἶχον ὀνομάσει Μέγαν, κατέκειτο εἰς μίαν ἀγρίαν ἀλλοφροσύνην ἀναμένων τὴν τελευταίαν ὥραν του. Καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὅτι οὐδεὶς θὰ ἔχυνεν ἔστω καὶ ἓν δάκρυ χάριν αὐτοῦ, ἀπεφάσισε νὰ τοὺς κάμη νὰ κλαύσουν δι’ ἑαυτοὺς καὶ διέταξε νὰ προσέλθουν ἀμέσως εἰς Ἱεριχὼ ἐπὶ ποινῇ θανάτου αἱ μεγαλύτεραι οἰκογένειαι τοῦ βασιλείου καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν φυλῶν. Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι ἦλθον, τοὺς ἐνέκλεισε πάντας εἰς τὸ ἱπποδρόμιον καὶ διέταξε κρυφίως τὴν ἀδελφήν του Σαλώμην νὰ σφαγῶσιν ἀνηλεῶς κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του. Καὶ οὕτω, πνιγμένη ὅπως ἦτο εἰς τὸ αἷμα, καί σφαγάς ἐπιτάσσουσα εἰς τὸ ὕστατον αὐτῆς παραλήρημα, ἡ ψυχή τοῦ Ἡρώδου ἀπῆλθεν εἰς τὸ σκότος.

᾿Εν πορφύραις ἐγκεκορδυλημένος, μὲ τὸ στέμμα καὶ μὲ τὸ σκῆπτρον τὸ βασιλικόν, καταγλαϊζόμενος ἐξ ἀδαμάντων, ὁ νεκρὸς ἐτέθη εἰς μεγαλοπρεπὲς φέρετρον καὶ προεπέμφθη ἐν στρατιωτικῇ πομπῇ, μέσῳ νεφῶν θυμιάματος, μέχρι τοῦ ἐν Ἡρωδείῳ τάφου του, ὄχι μακρὰν τοῦ μέρους ὅπου ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη. ᾽Αλλ’ ἡ γοητεία τῆς ἡρωδείου δεσποτείας εἶχε λυθῆ, καὶ ὁ λαὸς εἶδε πόσον ψευδής ἦτο ἡ ἀπαστράπτουσα ἐπιφάνειά της. Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ τυράννου ἐθεωρήθη ὡς ἑορτή,  ὅπως καὶ αὐτὸς εἶχε προΐδει. Αἱ τελευταῖαι θελήσεις του ἠμφισβητήθησαν, ἡ βασιλεία του κατηρειπώθη, ἡ ὑστάτη διαταγή του δὲν ἐξετελέσθη οἱ πλεῖστοι τῶν υἱῶν του ἀπέθανον ἀθλίως ἐν ἐξορίᾳ ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ εἶχε πέσει ἐπὶ τὸν οἶκόν του, καὶ μολονότι εἶχεν ἀποκτήσει ἀπὸ τὰς δέκα συζύγους του καὶ τὰς πολλὰς παλλακίδας του, ἐννέα υἱοὺς καὶ πέντε θυγατέρας, ἐντὸς ἑκατὸν ἐτῶν ἡ γενεὰ τοῦ ἱεροδούλου τῆς Ἀσκάλωνος ἐξέλιπε μέχρις ἑνός, καὶ οὐδεὶς διεσώθη ἀπόγονος, ὅπως διαιωνίση τὸ ὄνομά του.

Ἄν ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρώδου ἐγνώσθη ταχέως εἰς τὸν Ἰωσήφ, ἡ ἐν Αἰγύπτῳ διαμονή θὰ ὑπῆρξε βεβαίως πολὺ βραχεῖα καὶ οὐδόλως θὰ ἐπέδρασεν εἰς τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ὡς ἀνθρώπου. Τοῦτο ἴσως εἶνε καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Λουκᾶς ἀντιπαρέρχεται ἐν σιγῇ τὰ τῆς διαμονῆς ταύτης.

Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἐσκόπευε νὰ ἐγκατασταθῆ ἐν Βηθλεέμ. Ἦτο ἡ πόλις τῶν προγόνων του, μία πόλις ἱερά, πλήρης ὡραίων καὶ ἡρωϊκῶν ἀναμνήσεων. Θὰ ἠδύνατο εὐκόλως νὰ ἐξοικονομῆ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐξασκῶν τὸ ἐπάγγελμά του. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὁ Ἀνατολίτης σπανίως ἐγκαταλείπει τὴν ἑστίαν του, ἀλλ’ ὅταν ἀναγκασθῇ ὑπὸ τῶν περιστάσεων νὰ πράξη τοῦτο, ἐγκαθίσταται εὐκόλως ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Διαταχθεὶς νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ θὰ μετέβαινεν ἐκεῖ τόσῳ μᾶλλον προθύμως, ὅσον ἡ μικρὰ πόλις ἐγειτνίαζε μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀλλὰ καθ’ ὁδὸν ἤκουσεν ὅτι ἐβασίλευε τῆς Ἰουδαίας ὁ ᾿Αρχέλαος ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρώδου. Ὁ λαὸς μετὰ μεγάλης ἀγαλλιάσεως θὰ ἔβλεπεν ἐξολοθρευομένην ὁλόκληρον τὴν φυλὴν τῶν Ἰδουμαίων  ἐν πάση περιπτώσει θὰ ἐπροτίμα τὸν ’Αντίπαν ἀπὸ τὸν Ἀρχέλαον. Ἀλλ’ ὁ Αὔγουστος ἔκλινεν ἀπροσδοκήτως ὑπὲρ τοῦ ᾿Αρχελάου, ὅστις, καίτοι νεώτερος τοῦ ᾽Αντίπα, ἦτο ὁ κληρονόμος ὁ ἐνδεχθεὶς διὰ τελευταίας βουλήσεως τοῦ πατρός του καὶ ὡς νά ἐπεθύμει τρόπον τινὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἦτο ἀληθὴς υἱὸς τοῦ γεννήτορος, ὁ ᾿Αρχέλαος, προτοῦ ἀκόμη ἡ ἀνάρρησις ἐπικυρωθῇ ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος, ἔδωκε, κατὰ τὸν Ἰώσηπον, εἰς τοὺς ὑπηκόους του δεῖγμα τῶν ἀρετῶν του, διατάξας μίαν σφαγὴν 3.000 συμπολιτῶν του ἐν τῷ Ναῷ. Ἦτο φανερὸν ὅτι ὑπὸ τοιαύτην κυβέρνησιν δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπάρξῃ οὔτε ἐλπὶς οὔτε σωτηρία καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὑπακούων εἰς νέαν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἀφανής, προστατευομένη ἀπὸ τὴν πενίαν της καὶ ἀπὸ τὴν ἀσημότητά της, ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια ἠδύνατο νὰ ζήσῃ ἀσφαλῶς ὑπὸ τὸ σκῆπτρον ἑνὸς ἄλλου υἱοῦ τοῦ Ἡρώδου, τοῦ ἐξ ἴσου ἀσυνειδήτου, ἀλλὰ πλέον ἀνεξικάκου καὶ μᾶλλον ἀδιαφόρου Ἀντίπα.