logo


Κήρυγμα γιά Κυριακή 21.2.2016

 

Κυριακή (Τελώνου καί Φαρισαίου) (Λκ. Ιη΄10-14)

 

Μέ ἱερό ἐνθουσιασμό ὁ Φαρισαῖος ὑμνεῖ καί λιβανίζει τό εἴδωλό του: Τό ἑαυτό του. Τόν θαυμάζει, διακηρύττει τήν ἁγιότητα καί τήν ὑπεροχή του. Δέν μοιάζει αὐτός μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι βουτηγμένοι ὥς τόν λαιμό στήν κλεψιά, τήν τοκογλυφία, τήν ἀνηθικότητα. Μέσα στό ὑπεροπτικό του παραλήρημα δέν παραλείπει νά ρίξει τό φαρμάκι του στόν ἄλλον, πού προσεύχεται μαζί του: «ὅπως αὐτός ἐδῶ ὁ Τελώνης», προσθέτει περιφρονητικά. Ὁ ὑπερήφανος, ὅταν πρόκειται νά τονίσει τήν ὑπεροχή του, τά πάντα χρησιμοποιεῖ. Λίγο νοιάζεται, ἄν πληγώνει τούς ἄλλους.

Παρά τήν ἀποστροφή μας γιά τήν συμπεριφορά τοῦ Φαρισαίου δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού κι ἐμεῖς βαδίζουμε στά ἴχνη του. Πῶς;

Καταρχήν ὑπερτιμώντας τίς πράξεις καί τά προσόντα μας. Ἄς ἀναλογισθοῦμε πόσες φορές μεγενθύνουμε μέ τήν φαντασία μας τίς ἱκανότητές μας εἰς τά ἐπιτεύγματα, τίς ἀρετές μας καί ἀναπαυόμαστε σέ ψεύτικες δάφνες. Ἔχουμε χρήματα; Εἴμαστε μορφωμένοι; Ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς μᾶς κυριεύει καί βλέπουμε τούς ἄλλους ἀφ’ ὑψηλοῦ. Παρουσιάζουμε μία φυσική δραστηριότητα ; Νομίζουμε ὅτι γιά ὅλα εἴμαστε ἱκανοί καί ἀρμόδιοι. Ἡ λαχτάρα νά ὑψώσουμε καί νά προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μολύνει ἀκόμη καί καλές προσπάθειες. Συχνά κάνουμε τό καλό γιά ἐπίδειξη. Κι ἐδῶ ἀληθινά ἡ παραφροσύνη τῆς ὑπερηφανείας φθάνει στό κατακόρυφο. Τήν ὥρα πού καμαρώνουμε γιά τήν ἀρετή καί τήν δῆθεν ἁγιότητά μας περνᾶμε τά ὅρια τῆς ἁπλῆς διογκώσεως τῆς πραγματικότητος καί φθάνουμε σέ μία φαρισαϊκή κατάσταση τραγικῆς αὐταπάτης. Βλέπουμε τήν πετρούλα βουνό καί τούς σπασμένους κόκκους τῆς ἀρετῆς μας λαμπρά μαργαριτάρια.

Συνήθως ἐκεῖνος πού θέλει νά ὑψώσει τόν ἑαυτό του δέν ἀρκεῖται νά θαυμάζει «κατ’ ἰδίαν» τό ἐγώ του. Γιά νά κάνει πιό αἰσθητή τήν ὑπεροχή του, μιμεῖται συχνά τόν τύπο τοῦ Φαρισαίου καί ὑποτιμώντας τους γύρω του.

Ἐξετάζει μέ ζῆλο τήν ζωή τῶν ἄλλων, χρησιμοποιώντας κι ἐδῶ ὅπως πρίν μεγενθυντικό φακό. Μέ μία μόνο διαφορά: Ἐνῶ δηλαδή μ’ αὐτόν προηγουμένως παρατηροῦσε τά προσόντα του, τώρα ἐξετάζει τίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων.

Ἀνθρώπινα μικροσφάλματα τά θεωρεῖ ἐγκλήματα. Κάνει «τήν τρίχα τριχιά», ὅπως λέει ὁ λαός, τίς σκόνες τίς βλέπει σάν κατάμαυρα στίγματα. Καί δέν μένει ὡς ἐκεῖ. Ἐπιζητεῖ νά βρεῖ τήν περίσταση γιά νά τά φέρει στήν δημοσιότητα, νά τά χρωματίσει μέ τό πινέλλο τῆς πικρίας, γιά νά φανεῖ ἡ δική του ὑπεροχή.

Μερικές φορές προσπαθεῖ νά παρουσιάσει τίς κρίσεις του γιά τούς συνανθρώπους του ἁπλές διαπιστώσεις, σάν λύπη τάχα γιά τό λάθος τοῦ ἄλλου. Φροντίζει νά ἀποκρύψει ἀπό τούς γύρω του καί ἀπό τήν ἴδια του τήν συνείδηση τά πραγματικά ἐλατήρια πού τόν κινοῦν. Πίσω ὅμως ἀπό τούς εὐγενεῖς τρόπους καί τίς διακηρύξεις περί ἀμεροληψίας, διαφαίνεται καθαρά τό δηλητήριο πού ἐκτοξεύει ἐναντίον τῶν ἄλλων γιά νά τούς μειώσει καί νά ὑψώσει ἔτσι τό ἄτομό του. Παιδί τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι ἡ περιφρόνηση. Κακόμορφο τέκνο σκληρῆς μητέρας.

Τόν τελευταῖο καιρό παρουσιάζεται ἡ ἑξῆς κωμικοτραγική πρωτοτυπία: Ἀρκετοί ζοῦν τελωνικά καί καυχῶνται Φαρισαϊκά.

Στόν κλασσικό τύπο τῶν θρησκευτικῶν Φαρισαίων προσθέτονται σήμερα οἱ μοντέρνοι, οἱ ἐκκοσμικευμένοι. Οἱ παλαιοί ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι «ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μιχοί...». Οἱ σύγχρονοι καυχῶνται ὅτι δέν εἶναι σάν τούς «θρησκευτικούς» στενόμυαλοι, «ἀγαθοί», συντηριτικοί, ἀλλά προσγειωμένοι, ἐλεύθεροι ἀπό ταμπού. Μιλοῦν μέ περιφρόνηση γιά τίς ἀρχές τῶν πιστῶν χριστιανῶν, τούς ὁποίους χαρακτηρίζουν, χωρίς διάκριση, «ὑποκριτές». Καί δέν ὑποπτεύονται ὅτι ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ρίχνουν τέτοιες πέτρες ἀναθέματα, ἐναντίον τῶν ἄλλων, λιθοβολοῦν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, ἀφοῦ τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ Φαρισαϊσμοῦ εἶναι τό «οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων».

Κέντρο ἐγώ ἤ ὁ Θεός ; Ἡ λανθασμένη στάση ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, πού ὑπάρχει στό φαρισαϊκό φρόνημα, συνδέεται ἄμεσα μέ μία λανθασμένη στάση ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Στήν προσευχή τοῦ τελώνου «ὁ Θεός» εἶναι τό ὑποκείμενο. «Ὁ Θεός ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ». Στήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου ὁ Θεός εἶναι τό ἀντικείμενο. Τό ὑποκείμενο εἶναι τό «ἐγώ», «Ὁ Θεός», εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί». Τό σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς εἶναι ὁ ἑαυτός του. «Ὁ Φαρισαῖος σταθείς πρός ἑαυτόν ταῦτα προσηύχετο». Αὐτή ἡ ἐνστικτώδη ἀλλαγή ἄξονος ζωῆς εἶναι ἡ ρίζα τοῦ Φαρισαϊκοῦ ἁμαρτήματος. Κέντρο ὑπάρξεως δέν εἶναι ὁ Θεός, ὁ ἅγιος, ὁ ἄπειρος, ὁ ὄντως «ὤν», ἀλλά ὁ ἀσήμαντος ἑαυτός μας. Πρόκειται γιά μία ἀλλοίωση καταστροφική. Τά ἁμαρτήματα τοῦ τελώνου μπορεῖ νά ἔχουν διαβρώσει τήν ψυχή του, στό βάθος ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου διατηρεῖ τήν νοσταλγία γιά τόν Θεό. Ἐνῶ ἡ οἴηση τοῦ Φαρισαίου ναρκώνει καί δηλητηριάζει καίρια τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καί ἡ πνευματική σήψη προχωρεῖ βαθειά, παρά τήν φαινομενική λάμψη τοῦ φλοιοῦ.

Ἡ ἀπόδειξη τῶν ἐπιτευγμάτων μας στόν ἑαυτό μας σημαίνει τελικά τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀντιθεΐα. Ἀκόμη καί ἡ δικαιοσύνη, πού ὅσο τίποτε ἄλλο κάνει τόν ἄνθρωπο νά μοιάζει μέ τόν Θεό, ὅταν συνδέεται μέ τήν ὑπερηφάνια τόν καταποντίζει στήν ἄβυσσο. Κι ἔτσι ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά ὁδηγεῖται στήν θέωση καταντᾶ στήν δαιμονοποίηση.

Ἡ σημερινή μέρα πρέπει νά στρέψει τό ἐνδιαφέρον μας στό κρίσιμο αὐτό ἐρώτημα. Ποιό εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς μου, τῆς δράσεως, τῶν σκέψεών μου ; Ὁ Θεός ἤ ἐγώ; Ἄν εἶναι τό «ἐγώ» βρισκόμαστε ἀκριβῶς στά ἴχνη τοῦ Φαρισαίου. Καί μάλιστα τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο προσπαθοῦμε νά τό κρύψουμε ἀπό τούς ἄλλους καί ἀπό τά ἴδια μας τά μάτια μέ διάφορα προσχήματα – θρησκευτικά ἤ κοσμικά.