logo


 Κήρυγμα γιά Κυριακή 10.1.2016

 

Κυριακή μετά τά Φώτα (Ματθαίου δ΄ 12-17)

 

Ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταλείπει

Σέ μία ἁπλή φράση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς θά ἤθελα νά σταθῶ στό σημερινό κήρυγμα. Καί ἀφοῦ ἔχουμε ἑορτάσει ὅλες τίς ἑορτές τῆς θείας ἐπιφανείας ἔρχεται ἡ ὥρα νά κάνουμε τόν ἀπολογισμό μας γιά τό ἄν θά κρατήσουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό μαζί μας ἤ ὄχι. «Καταλιπών τήν Ναζαρέτ, ἐλθών κατώκησεν εἰς Καπερναούμ». Φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς κατατοπίζει γιά τίς κινήσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅμως πίσω ἀπό αὐτήν τήν φράση κρύπτεται ἕνα συγκλονιστικό νόημα, μιά φοβερή ἀπόφαση τοῦ Θεανθρώπου γιά τούς κατοίκους τῆς Ναζαρέτ. Δέν ἦταν μία συνηθισμένη ἀναχώρηση τοῦ Κυρίου. Ἔφυγε γιά νά μήν ἐπανέλθει ποτέ πλέον στήν πόλη, ὅπου τριάντα ἔτη εἶχε ζήσει. Ἦταν μία ὁριστική καί ἀμετάκλητη ἀπόφαση, μία ἀναχώρηση ἄνευ ἐπιστροφῆς, μία καταδίκη τῶν Ναζαρηνῶν νά μήν ἀπολαύσουν τίς δωρεές του.

Διερωτᾶται κανείς γιατί αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Ναζαρέτ ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου μας; Φυσικά δέν ἔφταιγε ἡ Ναζαρέτ ὡς πόλη, ὡς τοποθεσία μέ τήν ὡραία περιοχή της, μέ τήν κρυστάλλινη πηγή της τήν γνωστή ὡς σήμερα πηγή τῆς Παρθένου. Ἔφταιγαν οἱ κάτοικοι, οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ σκληρόκαρδοι ἀπό τήν κακότητά τους, οἱ ὁποίοι ἔδειξαν μία ἀπαίσια, μία ἐγκληματική συμπεριφορά ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός σάν νά ἤθελε νά ἀποδώσει τά τροφεία στήν Ζαζαρέτ «οὗ ἦν τεθραμμένος», ἡ ὁποία ἦταν δεύτερη πατρίδα του ἀπό τήν ὁποία πῆρε καί τό ὄνομά του Ναζωραῖος, τήν ἐπισκέφθηκε ἀμέσως μόλις ἄρχισε τό κήρυγμά του καί τά ἀναρίθμητα φιλάνθρωπα θαύματά του, θέλησε νά δείξει τό δρόμο τῆς σωτηρίας καί τό φῶς τῆς ἀλήθειας, νά προσφέρει τίς πλούσιες δωρεές καί στούς κατοίκους τῆς δευτέρας πατρίδας του. Οἱ Ναζαρηνοί ὅμως ὡς νά ἤθελαν νά ἐπικυρώσουν αὐτό πού ὁ Ναθαναήλ εἶπε στό Φίλιππο «ἐκ Ναζαρέτ δυναταί τί ἀγαθόν εἶναι;», σκληρύνθηκαν ἀπέναντί του.

Κατά τό Σάββατον μετέβη ὁ Κύριος, ὅπως συνήθιζε στήν συναγωγή. Τοῦ δόθηκε τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου καί ἀπό αὐτό ἀνέγνωσε τήν περικοπή «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ ἕνεκεν ἔχρισέ με...(Λουκᾶ δ΄ 18-19, Ἡσαΐου ξα΄ 1-2)». Πόση χάρη καί δύναμη, ποιό φῶς καί μεγαλεῖο θά εἶχαν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, καθώς ἀνέπτυσσε τό χωρίο πού ὁ ἴδιος ὡς Θεός εἶχε ἐμπνεύσει στό Προφήτη Ἡσαΐας! Κατάπληκτοι ἔμειναν οἱ Ναζαρηνοί ἐμπρός στούς πλήρεις χάριτος καί σοφίας λόγους του.

Ἀλλά μετά τήν πρώτην ἐντύπωση ἡ ἔκπληξή τους ὑποχώρησε καί ἡ γλυκύτητα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου προσέκρουσε καί ἐθραύσθηκε στήν σκληρή καρδιά τους, τήν γεμάτη φθόνο καί ἀντιπάθεια καί μῖσος. Ἄρχισαν νά φωνάζουν μέσα στήν συναγωγή κατά τοῦ Κυρίου. Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ, αὐτός ὁ μαραγκός θέλει νά μᾶς κάνει τό διδάσκαλο ; Καί ὅταν ὁ Κύριος τούς εἶπε ὅτι πρός αὐτούς δέν ἦταν δυνατόν νά κάνει θαύματα γιατί ἦταν σκληρημμένοι καί ἄπιστοι, κατώτεροι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες τῆς Σιδῶνος, κυριεύθηκαν ἀπό φονική μανία καί ἔξαλλοι ἅρπαξαν τόν Κύριο καί τόν ἔφεραν βιαίως στόν κρημνό τοῦ Βράχου, γιά νά τόν κατακρημνίσουν καί νά τόν θανατώσουν. Οὔτε τό ἅγιο παράδειγμά του πού ἐπί τριάντα χρόνια περίπου ἔβλεπαν, τούς ἐδίδαξε, οὔτε ἡ ὁλόφωτος διδασκαλία του τούς συγκίνησε στήν μετάνοια. Εἶχαν πλέον ἀθεράπευτα σκληρυνθεῖ στήν κακία τους. Ἔγιναν θεομάχοι καί ἐπεχείρησαν νά γίνουν θεοκτόνοι. Ὁ Κύριος ἐπέρασε ἀνάμεσα ἀπό αὐτούς καί ἀπῆλθε.

Φοβερό γιά τούς Ναζαρηνούς τό γεγονός. Τρομερή ἀλλά καί δίκαιη ἡ ὁριστική καί ἀμετάκλητη ἡ ἐγκατάλειψή τους ἀπό τόν Σωτῆρα. Αὐτό ὅμως τό γεγονός εἶναι ἄξιο ἰδιαιτέρας προσοχῆς καί πρέπει νά βάλει εἰς φόβον τόν κάθε πιστό, τόν κάθε χριστιανό.

Διότι καί αὐτός γνώρισε τόν Χριστό. Ἄκουσε καί δέχθηκε μέ ἐνθουσιασμό τήν διδασκαλία του. Ἔλαβε τά μυστήρια τῆς χάριτος καί τῆς σωτηρίας. Προπαντός μετέσχε στό μέγιστο ἀπό ὅλα τά μυστήρια, στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, κοινώνησε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Δέχθηκε μέσα του αὐτόν τοῦτον τόν Θεάνθρωπον. Ἔγινε Χριστοφόρος καί Θεοφόρος, κατοικητήριον καί θρόνος τῆς θεότητος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅπου ὁ Υἱός ἐκεῖ καί ὁλόκληρη ἡ ὑπεραγία Τριάδα.

Ἔγινε ὁ φωτισμένος Χριστιανός. Ἰσως νά ἐδίδαξε καί ἀσφαλῶς θά δίδαξε καί σέ ἄλλους τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί τούς ὁδήγησε πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δέ ἕνας τέτοιος πιστός πῆρε καί τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης ἀνέβηκε στό μέγιστο ἀξίωμα, ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά ἀξιώματα τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων καί τό ὁποῖο λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος οὔτε οἱ ἄγγελοι δέν τό ἔχουν.

Ἐάν λοιπόν, ἕνας τέτοιος προνομιοῦχος Χριστιανός δελεασθεῖ ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἁμαρτίας, γίνεται ἀπρόσεκτος καί παρεκκλίνει σέ παραβάσεις τοῦ θείου θελήματος. Ἐάν ὕστερα ἀπό ὅσες δωρεές πού ἔλαβε ἐγκαταλείψει τόν Χριστόν καί ἀκολουθήσει τόν διάβολον, ἐγκαταλείπεται κατά λόγον δικαιοσύνης ἀπό τόν Χριστό καί γλυστράει ἀμετανόητος στό φοβερό καταφύγιο τῆς ἀπωλείας. Σκληρύνεται πλέον ἡ ψυχή του καί γίνεται ἀνεπίδεκτος μετανοίας. Κάτι τέτοιοι σκανδαλίζουν φοβερά τόν κόσμο. Μέ τήν διαγωγή τους αὐτή εἶναι σάν νά ξανασταυρώνουν καί ἐξευτελίζουν τόν εὐεργέτη τους Χριστό.

Γι’ αὐτούς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού ἐγεύθησαν τήν χάρη καί τήν γλυκύτητα τῶν οὐρανίων δωρεῶν καί ἔγιναν μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔλαβαν προσωπικήν πείραν τῆς γλυκύτητας τῆς θείας διδασκαλίας...ἐάν ξεπέσουν στήν ἁμαρτία καί ἀρνηθοῦν τόν Χριστόν, δέν ὑπάρχει πλέον μετάνοια. Εἶναι ἀδύνατον νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν (Ἑβραίους στ΄ 4-6).

Μεγάλη καί ἀνεκτίμητος ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ πού ἐγνωρίσαμεν τόν δρόμον τῆς σωτηρίας. Ἄς τόν βαδίσουμε ἀποφασιστικά καί σταθερά μέχρι τέλους. Ἄς ἐπιμείνουμε μέ θάρρος στόν καλόν ἀγῶνα, γιά νά προχωροῦμε ἀπό νίκης εἰς νίκην καί νά πάρουμε ἀπό τόν Κύριον τό βραβεῖο τοῦ νικητοῦ.