Κήρυγμα γιά Κυριακή 14.2.2016

 

Κυριακή (Χαναναίας) ΙΖ΄ Ματθ. (Ματθ. ιε΄ 21-28)

«Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνησε

αὐτῷ λέγουσα. Κύριε βοήθει μοι»

 

Τά ἔχασαν ἀκόμη καί οἱ μαθητές. Ὁ Ἰησοῦς νά μήν θέλει οὔτε ἕνα λόγο νά ἀπευθύνει στήν πονεμένη μητέρα πού τρέχει πίσω του καί τόν ἱκετεύει γιά τήν δύστυχη κόρη της! «Δέν τήν ἀκοῦς πῶς φωνάζει; » ἀναγκάσθηκαν νά ἐπέμβουν. «Πές της μία λέξη νά φύγει!». Ἀλλ’ ὁ Χριστός φαίνεται σάν νά μήν θέλει νά συζητήσει κἄν τό πρᾶγμα «Δέν εἶμαι σταλμένος παρά στά πρόβατα τά χαμένα τῆς γενιᾶς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ γυναίκα ἀκούει τήν ἀπόκριση. Ὅμως ἀντί νά ἀπογοητευθεῖ καί νά ὑποχωρήσει πλησιάζει περισσότερο. Πέφτει στήν γῆ, προσκυνᾶ καί ἐπαναλαμβάνει μέ μεγαλύτερη ζέση: «Κύριε, βοήθει μοι!». Ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τήν δύναμη γιά μία τέτοια στάση; Ἀναμφίβολα ἡ γυναίκα αὐτή κινεῖται ἀπό ἀγάπη. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τήν πλημμυρίζει. Ποθεῖ ὁλόψυχα νά τόν λυτρώσει ἀπό τήν δαιμονική κυριαρχία κι εἶναι ἕτοιμη νά κάνει τό πᾶν γι’ αὐτό. Νά τρέξει, νά ἱκετεύσει, νά ταπεινωθεῖ. Ἡ δύναμη τῆς στοργῆς ὁπλίζει τόν ἄνθρωπο μέ γρανιτένια θέληση. Τίποτε δέν λυγίζει τήν πραγματική ἀγάπη. Τίποτε δέν φέρνει πιό κοντά στόν Θεό ἀπ’ αὐτή. Γιατί ὁ Θεός «ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάννου δ΄ 16). Τό κάθε ρίνισμα ἀνθρώπινης ἀγάπης ὠθεῖ πρός τήν ἐνυπόσταστη Ἀγάπη. Μαγνητίζεται ἀπ’ αὐτή. Ἡ Χαναναία ἔρχεται στό Χριστό γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει μέ ἀδάμαστη ἀποφασιστικότητα. Ἀρχικά συναντάει μία περίεργη σιωπή στήν ἱκεσία της. Σέ λίγο ἀκούει λόγια παράδοξα σκληρά. Δέν ὀπισθοχωρεῖ. Πλησιάζει τό Χριστό ἀκόμη πιό πολύ, γονατίζει μπροστά του. Ἡ πρώτη της κίνηση εἶναι μία παράκληση στόν εὐλογημένο προφήτη «στόν υἱόν τοῦ Δαυΐδ», ἡ δεύτερη, ἡ προσκύνηση, μία δέηση στόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στόν «Κύριο». «Κύριε, βοήθει μοι». Αὐτή τήν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου τῆς πίστεως ἐπιδιώκει ἡ φαινομενική διστακτικότητα τοῦ Ἰησοῦ. Πολλές φορές συμβαίνει ὁ Πανάγαθος νά σιωπᾶ γιά ἕνα μικρό ἤ μακρύ διάστημα καί στίς δικές μας ἱκεσίες. Περνοῦν οἱ μέρες καί καμμία ἀπάντηση. Ω! Θεέ μου, τό παιδί μου πῆρε τόν δρόμο τόν κακό, ὀδύρεται ἡ μητέρα, ἔμπλεξε μέ παρέες, ξενυχτάει, ἁμαρτάνει, «κακῶς δαιμονίζεται». Βοήθει μοι! Χριστέ μου, βλέπεις τήν στέρησή μας, ψελλίζει ὁ βιοπαλαιστής οἰκογενειάρχης. Πές μου τί θά γίνει; Βγάλε με ἀπό τό ἀδιέξοδο. Ὁ Θεός σιωπᾶ. Κάποτε μάλιστα ἐνῶ προσευχόμαστε βλέπουμε τά πράγματα να ἐξελίσσωνται στό χειρότερο. Κι ἀποροῦμε καί κλονιζόμαστε. Δέν μᾶς ἀκούει ὁ Θεός, μᾶς ἐγκατέλειψε, ψυθιρίζουμε ἀποκαρδιωμένοι. Ὅσο βαρύτερο τό φορτίο τόσο πιό θερμή ἄς γίνεται ἡ δέησή μας. Ἄς θυμώμαστε τήν περιπέτεια τῆς Χαναναίας πού προχωρεῖ μέ βαθειά ταπείνωση.

Βλέποντας ὅτι δέν εἰσακούεται ἀντί νά σταματήσει, κάνει πιό εὐλαβική τήν στάση της. Ἱκετεύει, πέφτοντας μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Εἶναι ἀπαραίτητο νά συναισθανόμαστε τήν ἀναξιότητά μας, ὅταν ἀπευθυνόμαστε στόν Κύριο. Δυστυχῶς μερικοί ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά τούς δώσει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο μέ ὕφος τυπικό, ἀπαιτητικό, σάν νά τούς τό χρωστοῦσε ἀπό καιρό. Καί ὅταν δέ τούς τά παραχωρεῖ δυσαρεστοῦνται καί θυμώνουν: «Ἐγώ νά ξαναπατήσω στήν Ἐκκλησία;» Παρακάλεσα τόν Θεό. Καμμία ἀπάντηση. «Φτωχή ψυχή». Σέ ζάλισε ὁ πόνος. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πραγματική πίστη δέν ἀπαιτεῖ. Οὔτε θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἄξιος νά λάβει εὐθύς αὐτό πού ζητεῖ. Ὅσο παρατείνεται ἡ σιωπή τοῦ Χριστοῦ, τόσο περισσότερο συναισθάνεται τήν μικρότητα καί τήν ἀναξιότητά του καί φροντίζει μέ πιό βαθειά ταπείνωση νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Καί ἀκόμη κάτι. Συνοδεύει ὅλη αὐτή τήν ἀγάπη, τήν ἐπιμονή, τήν ταπείνωση μέ πρόσχαρη διάθεση.

Στό κορύφωμα τῆς ἀγωνίας τhς ἄκουσε ἡ Χαναναία τόν Χριστό νά λέει : «Δέν εἶναι σωστό νά πάρω τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό ρίξω στά σκυλάκια». Κι ὅμως αὐτή μέ τήν διαίσθηση τῆς ἀγάπης της, νιώθει τίς διαθέσεις τοῦ Χριστοῦ καί μέ λεπτό χιούμορ, γεμᾶτο διακριτικότητα παρατηρεῖ: «Ναί Κύριε, ἀλλά καί τά σκυλάκια τρῶνε ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους». Μέ ἄλλα λόγια : «Μέ ἀποκάλεσες «σκυλάκι». Συμφωνῶ. Μοῦ ἀναγνωρίζεις λοιπόν μία θέση ἔστω καί ἐλάχιστη στό σπίτι τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶμαι ἄρα ξένη γιά τό ἐνδιαφέρον σου». Γι’ αὐτό τώρα τρέχω κοντά σου, πέφτω στά πόδια σου. Δῶσε μου ἔστω καί λίγα ψίχουλα.

Ἡ ἀπάντηση αὐτή ἀποκαλύπτει ὄχι μόνο ἕνα μυαλό εὔστροφο, ἀλλά καί μία καρδιά πρόσχαρη, συνεπή, ἕνα πρόσωπο πού μπορεῖ νά φωτίζεται ἀπό τήν ἐλπίδα καί νά χαμογελᾶ ἀκόμη καί στό σκοτάδι, προσμένοντας τίς ἀκτῖνες τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου.

Ὁ Χριστός χαίρεται βαθιά μπροστά στήν χαρωπή πίστη κι ἀποκρίνεται : «Ω! γυναίκα μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου. Ἄς γίνει γιά σένα ὅπως θέλεις».

Ὅσοι ζητοῦμε νά μᾶς ἀκούσει ὁ Θεός ἄς μήν λησμονοῦμε τήν ἀδάμαστη πίστη τῆς Χαναναίας (αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς γυναίκας πού γιά τήν ἰσραηλιτική νοοτροπία ἦταν εἰδωλολάτρισσα). Ἄς στοχαζώμαστε τήν ἀγάπη της, τήν ἀλύγιστη ὑπομονή της, τήν ταπείνωση, τήν πρόσχαρη διάθεσή της ἀκόμη καί μέσα στόν πόνο καί στίς ἀντιδράσεις. Αὐτῆς τῆς ποιότητος ἡ πίστη ὑπερνικᾶ τήν σιωπή τοῦ Θεοῦ.