Κήρυγμα 15.5.2016

                Κυριακή τῶν Μυροφόρων (Μάρκου ιε΄ 43-ιστ΄8)

Ο ΟΙΚΕΙΟΣ ΞΕΝΟΣ

Δέν εἶναι χωρίς σημασία ἡ λεπτομέρεια πού μᾶς δίνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, πώς τό μνημεῖο στό ὁποῖο ἐτάφη ὁ Ἰησοῦς ἦταν ξένο. Ἀνῆκε στόν Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας.

Ὑπῆρχε συνήθεια στούς Ἰουδαίους νά ἔχουν τάφο ἰδιόκτητο. Γιά τόν Ἰησοῦ ὅμως ἐστάθη καί ἐδῶ ἐξαίρεση. Ἦταν ξένος ἀκόμη καί ὁ τάφος του, ὅπως ἦταν ξένο πρός Αὐτόν κάθε ὑλικό πράγμα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Δέν ἐτάφη μόνο ἀλλά καί γεννήθηκε σέ ξένο τόπο. Ὄχι σπίτι δικό του ἀλλά οὔτε κἄν στέγη φιλόξενη δέν βρέθηκε στήν Βηθλεέμ γιά τόν Ἰωσήφ καί τήν παρθένο Μαρία, ὅταν ζητοῦσαν ἐπειγόντως μιά γωνιά.

Καί εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς σέ ξένο σπήλαιο. Καί σπαργανώθηκε μέ ξένα σπάργανα. Καί ἀνεκλίθη σέ ξένο χῶρο. Στήν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Ἀλλά καί στήν ξένη αὐτή γωνιά ἡ παραμονή του δέν ἦταν ἤρεμη, οὔτε μόνιμη. Ἄγρια ξεσηκώθηκε ἡ μανία τοῦ Ἠρώδη γιά νά τόν ἐξαποστείλει σέ μία χώρα πού δέν ἦταν μονάχα ξένη, ἀλλά ἦταν καί ἐχθρική. Στήν Αἴγυπτο.

Ξένος δέ ἐκεῖ γεύεται ὅλη τήν πικρία τῆς ξενιτειάς γιά νά ἐπανέλθει καί νά ἐγκατασθεῖ καί πάλι σέ μία ξένη πόλη. Στήν Ναζαρέτ. Καί νά περάσει τά τρυφερά χρόνια τῆς παιδικῆς ἠλικίας του σέ ἕνα ξένο σπίτι τοῦ Ἰωσήφ. Ὅταν ἀργότερα τόν ρώτησαν οἱ μαθητές του «Κύριε πού μένεις; » στήν ἀπάντησή του ἐξέφρασε μέ τρόπο μονοδικό τήν πλήρη ἀποξένωση του ἀπό τά γήϊνα «Α λπεκες φωλεος χουσι κα τ πετειν το ορανο κατασκηνσεις, δ υἱὸς το νθρπου οκ χει πο τν κεφαλν κλν (Ματθαίου 8, 20). Καί ἔμεινε ἕως τό τέλος πτωχότερος καί ἀπό τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ.

Δέν τόν ἐδέχθησαν οἱ ὁμοεθνεῖς του. Διακήρυξε ὅτι ἡ «Βασιλεία του δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Γι’ αὐτό καί ἐπειδή ζήτησε ἀπό τούς μαθητές του νά μείνουν ξένοι πρός τό κοσμικό φρόνημα καί τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς, Παρακάλεσε τόν ἐπουράνιο Θεό καί Πατέρα μας: «Δέν παρακαλῶ νά σηκώσεις αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλά νά φυλάξεις αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ, ἐκ τοῦ κόσμου δέν εἶναι καθώς ἐγώ δέν εἶμαι ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάννου ιζ΄14-16).

Ὁ Χριστός ἦλθε καί ἔμεινε ἕνας ξένος. Τίποτε δέν διεκδίκησε γιά δικό του ἄν καί τά πάντα τοῦ ἀνήκαν. Γιατί; Γιά νά μήν αἰσθανόμαστε ἐμεῖς ξένοι πρός τόν Θεό.

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τονίζει τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα στόν κόσμο ὅπου πρέπει νά ζοῦμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καί στήν ἀληθινή ζωή ὅπου ἔχουμε κιόλας κάνει τήν εἴσοδό μας. Γεννημένος «ἄνωθεν» ὁ χριστιανός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ξένος ἤ ὁδοιπόρος πάνω στήν γῆ, γιατί εἶναι ἀδύνατη μία συμφωνία ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί τόν κόσμο. Πράγματι ὁ κόσμος βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ γιά τοῦτο ὁ Χριστός δέν εἶχε τίποτε κοινό μαζί του. Ἄν ὅμως ὁ Χριστιανός δέν εἶναι πιά «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ξέρει ὅπως κι ὁ Χριστός ἀπό ποῦ ἔρχεται καί πού πηγαίνει. Ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» καί ἀφοῦ ἐπέστρεψε στόν Πατέρα προετοιμάζει «τόπον» γιά τούς δικούς Του, ὥστε ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεται ὁ Ἴδιος νά μείνει κι ὁ ὑπηρέτης του, στό σπίτι τοῦ Πατέρα.

Χριστός Ἀνέστη