logo


Κήρυγμα 22.5.2016

                Κυριακή τοῦ Παραλύτου (Ἰωάννου ε΄ 1-15)

Ξαφνιάστηκε ὁ Παραλυτικός, ἀκούγοντας μία φωνή ἑνός ξένου γι’ αὐτόν, ἄν θέλει νά γίνει ὑγιής, (καλά). Ἄραγε ἐρώτηση εἶναι αὐτή; Ἀφοῦ σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του αὐτό ἐπιζητοῦσε νά γίνει καλά καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του. Ἡ ἐλπίδα τῆς θεραπείας τόν ἔκανε νά μένει ὑπομονετικά σ’ αὐτόν τόν θαυματουργό τόπο τῆς Βηθεσδά προσμονώντας τό θαῦμα. Ὅμως ἦταν μόνος, ὁλομόναχος. Οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν εἶχε νά τόν βάλει στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραζόταν τό ὕδωρ. Τά μάτια του ἔλαμψαν ἀπό μία ἀναπάντεχη ἐλπίδα.

Ἀλλά ἡ πρώτη ἔκπληξη ἔγινε, συγκλονισμός, ὅταν ἄκουσε τήν ἀπάντηση. «Σήκω ἐπάνω, σήκωσε τό κρεββάτι σου καί περπάτησε». Αὐτό πού χρόνια καρτεροῦσε, τοῦ δινόταν ἔτσι ἀπροσδόκητα, σέ μία στιγμή, ἐντελῶς διαφορετικά ἀπ’ ὅ, τι περίμενε. Τό βλέμμα του ταραγμένο, ἐπίμονο, στυλώθηκε στό βαθύ καί γαλήνιο βλέμμα τοῦ Κυρίου μας. Σέ κεῖνα τά λίγα δευτερόλεπτα κρίθηκε κάτι μεγάλο. Ὁ παραλυτικός ὑπακούει στήν προσταγή τοῦ Χριστοῦ, παραμερίζοντας κάθε ἐπιφύλαξη. Καί μ’ αὐτή του τήν στάση μᾶς δίνει ἕνα θαυμάσιο πρότυπο γιά τό πῶς πρέπει νά δεχώμαστε τίς ἐκ πρώτης ὄψεως «παράδοξες» ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε ἴσως νά σκεφθεῖ ὅταν ἄκουσε τό «ἐγείραι, ἆρον τόν κράββατόν σου» : «ἐγώ δέν μπορῶ νά γυρίσω στό κρεββάτι μου καί θά τό πάρω στόν ὥμο μου;». Tίποτε ὅμως τέτοιο δέν τόν ἀναστέλλει. Σπεύδει νά ὑπακούσει. Ἔπρεπε νά σηκωθεῖ καί νά περπατήσει. Δηλαδή νά ἀποδεχθεῖ καί νά ἐπιχειρήσει αὐτό πού τοῦ διέταξε ὁ Χριστός. Καί ἀκριβῶς ἐπάνω στήν προσπάθεια θά ἔπαιρνε τήν δύναμη γιά νά τό πραγματοποιήσει.

 Ἄς τό προσέξουμε ἰδιαίτερα αὐτό τό σημεῖο ἀδελφοί μου. Πολλές φορές ὁρισμένες ἐντολές τοῦ Κυρίου ἠχοῦν κάπως παράδοξα μέσα μας. Τό λογικό μας, ἡ ἁμαρτωλή καρδιά μας δυσκολεύονται νά τίς ἀποδεχθοῦν. Ὅμως παρά τό πρῶτο δισταγμό μας, ἄς φροντίζουμε νά τίς ἐπιτελοῦμε μέ ἐμπιστοσύνη. Καί πάνω στήν προσπάθεια ὁ Θεός μᾶς δίνει σάν ἐπιβράβευση τῆς πίστεώς μας, τήν δύναμη πού ἀπαιτεῖται.

Νά π.χ. μερικές ἐντολές τοῦ Σωτῆρος πού στό πρῶτο ἄκουσμα ξενίζουν : «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς...», προστάζει. Μά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό διερωτόμαστε. «Ἔστιν δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί, ναί, οὔ, οὔ» τονίζει ὁ Κύριος. Ὄχι δολιότητες, ὄχι παραποιήσεις, ὄχι ψέμματα. «Ναί, ἀλλά ...στήν σημερινή κοινωνία κάτι τέτοιο εἶναι δυνατό; μουρμουρίζουμε ὅλοι μέ δισταγμό. Σήμερα τό ψέμα ἔχει γίνει καθεστώς». Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀκούγεται καθαρός, παραμένει σαφής στό Εὐαγγέλιο. Συχνά ὅμως φαίνεται «παράξενος» γιά τήν νοοτροπία μας, ἀκατόρθωτος, ἀπαράδεκτος στίς δικές μας συνθῆκες ζωῆς. Ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπιφύλαξη γιά τήν δυνατότητα ἐφαρμοργῆς του. Ἐδῶ ὅμως θά κριθεῖ ἡ ὑπακοή μας στό Χριστό. Ἄν ἀρχίζουμε τό «μά» καί τό «ἀλλά» θά παραμένουμε παράλυτοι στό κρεββάτι τῆς ἀντιπαθείας, τῆς ἀνειλικρινείας, τῆς χαλαρότητας, τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως σπεύδουμε νά ὑπακούσουμε καί νά ἐκτελέσουμε πρόθυμα τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ θά παίρνουμε δύναμη ἐξ ὕψους καί θά βλέπουμε τό «ἀδύνατα» νά γίνονται δυνατά.

Ἀλλά καί ἕνα ἄλλο πολύτιμο στοιχεῖο ὑπάρχει στήν συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Προκειμένου νά ἐπιτελέσει τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ἀδιαφόρησε γιά τά σχόλια τοῦ κόσμου.

«Εἶναι Σάββατο» τόν παρατηροῦσαν οἱ συμπατριῶτες του, «δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά μεταφέρεις τό κρεββάτι σου». «Παρανομεῖς, κάνεις κάτι πού ἀντιτίθεται στόν Νόμο καί στά Ἔθιμα. Ἀπαγορεύεται σήμερα νά κάνουμε τέτοιες δουλειές». Ὁ πρώην παραλυτικός σφίγγοντας στόν ὥμο του τό κρεββάτι του ἀπαντᾶ σταθερά: «Δέν ξέρω τί λέτε ἐσεῖς, ἀλλά ἐκεῖνος μέ ἔκανε ὑγιή, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε σήκωσε τό κραββάτι σου καί περπάτησε». Καί ἀσφαλῶς τά λόγια πού εἶχαν τήν δύναμη νά μέ λυτρώσουν ἀπό μία μακροχρόνια ἁρρώστια ἔχουν περισσότερο κῦρος ἀπό τίς γνῶμες τίς δικές σας.

Τήν ἴδια ἀπάντηση ἄς δίνουμε κι ἐμεῖς ἀδελφοί μου, σ’ αὐτούς πού στίς σαφεῖς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας ἀντιτάσσουν τούς νόμους τῆς ὀρθῆς λογικῆς, τοῦ κοινωνικοῦ ἐθιμικοῦ. Ἐφ’ ὅσον τό εἶπε Ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ὀφείλω τήν ψυχική μου ὑγεία καί σωτηρία δέν μ’ ἐνδιαφέρει τί λένε οἱ θεωρίες σας περί ζωῆς καί κοινωνικότητας.

Μά θά σᾶς χαρακτηρίσουν ἀκοινώνητους, ὅταν δέν συχνάζετε στά σαλόνια «γιά νά παίξετε χαρτάκι». Ἄν κοινωνικοί εἶναι ὅσοι κλείνουν τά αὐτιά τους στά καυτά προβλήματα τῆς κοινωνίας, τήν ὥρα πού δίπλα τους παίζονται ἀνθρώπινα δράματα, τότε ἄς σᾶς ὀνομάσουν «ἀκοινώνητους». Εἶναι τιμή σας. Μά θά σέ ποῦν ἀφελή ἰδεολόγο, ἀπροσάρμοστο στήν πραγματικότητα.

Ἄν ρεαλιστής θά πεῖ νά κάνεις πράξη τῆς ζωῆς σου τήν ἀσυνειδησία κι ἄν ἐξυπνάδα σημαίνει τό ξύπνημα χαμηλῶν ὁρμῶν ἄς τό ποῦν. Πιθανῶς νά μᾶς παρακινεῖ ὁ προϊστάμενός μας, νά μᾶς συμβουλεύει ὁ συγγενής μας. Χώρια τήν ἔχουμε τήν ψυχή μας! «Δεῖ πειθαρχεῖν Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Κριτήριο καί κανόνας τῆς ζωῆς μας εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γνώμη τοῦ Α΄ καί τοῦ Β΄ «ὁ ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνος μοι εἶπεν ...». Αὐτός πού μοῦ χάρισε τό πᾶν. Αὐτό τό προστάζει. Αὐτός εἶναι ἡ αὐθεντία γιά τήν ζωή μου καί ὄχι ἡ ἐπισφαλής δική μου κρίση καί τό «τί θά πεῖ ὁ κόσμος, πού τόν ξέρουμε δά, ἀπό τήν καλή καί τήν ἀνάποδη, τί εἶναι».

Εἶναι ζήτημα εὐγνωμοσύνης κι ἐμπιστοσύνης στόν εὐεργέτη μας Χριστό νά ὑπακοῦμε πρόθυμα στίς ἐντολές Του, ἀκόμη καί σ’ αὐτές πού δέν πολυκαταλαβαίνουμε ἀμέσως παραμερίζοντας κάθε δισταγμό. Εἶναι ζήτημα συνεπείας καί συνέσεως νά βασίζουμε ὅπως καί ὅπου προστάζει ὁ Κύριος, ἐκτελώντας μέ χαρά καί ἐλπίδα ὅ, τι ὑποδεικνύει.