Κήρυγμα 29.5.2016

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάννου δ΄ 5-42)

 

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός σταματᾶ πρός στιγμήν τήν ὑψηλή θεολογική  διδασκαλία του περί τοῦ «ζῶντος ὕδατος» γιά νά ἔρθει σ’ ἕνα ζήτημα ἐντελῶς προσωπικό τῆς Σαμαρείτιδος. Δέν τό κάνει γιά νά διακόψει τήν συζήτηση καί τήν διδασκαλία ἀλλά γιά νά ξυπνήσει μία συνείδηση πού εἶναι ναρκωμένη. Γιά νά μπορέσει ἡ γυναίκα αὐτή νά δεῖ τίς ἀλήθειες πού σέ λίγο ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά τῆς πεῖ. Ἐκείνη κάπως ταραγμένη ζητάει νά ἀποφύγει τήν ὁμολογία καί τήν πραγματικότητα. Καταφεύγει στήν ψευδή ἀσφάλεια «ἄνδρα οὐκ ἔχω», ἀπαντᾶ ἀφήνοντας  νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἦταν ἀνύπανδρη ἤ χήρα. Ὁ Χριστός ὅμως ἐπιμένει ἀγγίζοντας, τό τραῦμα της μέ λεπτότητα πού παρά τά σφάλματά της διψᾶ τήν ἀλήθεια καί  ὁ Κύριος προχωρεῖ γιά νά θεραπεύσει αὐτό τό τραῦμα. «Καλά εἶπες ὅτι δέν ἔχεις ἄνδρα, πέντε ἄνδρες εἶχες καί αὐτός πού ἔχεις δέν εἶναι ἄνδρα σου, σ’ αὐτό ἀλήθεια εἶπες».

Ὁ Ἰησοῦς δέν ἀργεῖ νά φτάσει στήν ἰδιαίτερη πτυχή τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ὁποῖο συνδιαλέγεται. Τήν ἴδια τακτική βλέπουμε καί στό διάλογό του μέ τόν πλούσιο νεανίσκο (Λουκᾶ ιη΄ 22). Προχωρεῖ πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια στό βαθύτερο στρῶμα τῆς συνειδήσεως ἤ τῶν ὑποσυνειδήτων κραδασμῶν. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνομιλήσουμε μέ τόν Χριστό χωρίς ἡ συζήτηση νά πάρει ἕνα χαρακτήρα καθαρά προσωπικό. Δέν μᾶς ἀφήνει νά μείνουμε σέ γενικότητες, σέ θεωρίες. Σπρώχνει τό ἐνδιαφέρον στήν ἄμεση πραγματικότητα, στήν βασική πτυχή τῆς ζωῆς μας. Σέ στιγμές οὐσιαστικοῦ διαλόγου ξεσκεπάζει διακριτικά τήν συμβατικότητα τῆς ζωῆς μας καί ἀποκαλύπτει κάποια κρυφή πληγή πού δέν μποροῦμε ἐσαεί νά παραθεωροῦμε. Θέλει νά ρίξει ἄπλετο φῶς στήν λανθάνουσα τάση ἤ συνήθεια ὅπου δηλητηριάζει τήν πνευματική μας ζωή. Ζητεῖ νά φέρει στήν ἐπιφάνεια τήν ἁμαρτία πού ἐμεῖς ἀπωθοῦμε στό σκοτεινό βάθος τῆς συνειδήσεώς μας, γιατί μόνο ὅταν τήν δοῦμε κατάματα καί τήν συνειδητοποιήσουμε θά σωθοῦμε ἀπό τήν θανατηφόρο ἀκτινοβολία πού ἐκπέμπει στόν ἐσωτερικό μας κόσμο.

Συνήθως ὅμως ἀντιστεκόμαστε σ’ αὐτή τήν προσέγγιση. Θά θέλαμε νά ἀποφύγουμε τήν ἀποκάλυψη. Σάν τήν Σαμαρείτιδα πού στήν ἀρχή κατέφυγε σέ μία παραπειστική ἀπόκριση. Γι’ αὐτό προτιμᾶμαι νά μένουμε σέ γενικές συζητήσεις περί Θεοῦ, περί ἀγάπης, πόνου καί καλοσύνης. Ἀπομακρύνουν οἱ πολλοί τό χέρι τοῦ Χριστοῦ πού ἔρχεται νά δείξει καί νά θίξει τήν κρυμμένη προσωπική τους ἁμαρτία. Τήν ἀδικία λ.χ. πού ἔκαμαν στόν φίλο ἤ τό συγγενή τους, τήν συκοφαντία πού ὕφαναν ἐναντίον τοῦ συναδέλφου τους γιά νά τόν ὑποσκελίσουν στήν προαγωγή, τήν ὑπόληψη τῆς κόρης πού σπίλωσαν, τήν ἐκμετάλλευση τοῦ φτωχοῦ ὑπαλλήλου τους κ.τλ.  Ἀλλά ὁ Χριστός ξέρει ὅτι «θρησκευτικές» κουβέντες καί ἐνασχολήσεις εἶναι μία στείρα συζήτηση, ἐφόσον δέν συναισθανόμεθα τό πρόσωπικό μας ἁμάρτημα. Δέν ἔχει καμία ἀξία νά πιπιλίζουμε μερικές χριστιανικές ἰδεές, νά τίς θωπεύουμε κατά καιρούς μέ τήν σκέψη μας, ὅταν ἡ ψυχή μας δέν εἶναι διατεθειμένη νά συμμορφωθεῖ μ’ αὐτές.

Τό προσωπικό μας σφάλμα, ὅσο μικρό κι ἄν φαίνεται στά μάτια μας εἶναι ὁ κόκκος τῆς ἄμμου πού σφηνώνεται στόν μηχανισμό τοῦ ρολογιοῦ καί κάνει ἀδύνατη τήν ὁμαλή του λειτουργία. Εἶναι μάταιο νά ἀκοῦμε, νά μιλᾶμε, εἶναι μάταιο νά διαβάζουμε καί νά γράφουμε γιά τό Χριστό ἄν δέν ἀποκαλύψουμε τήν προσωπική μας πνευματική πληγή στό Θεῖο Του βλέμμα, πού «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς» ἄν δέν Τόν ἀφήσουμε νά τήν ἀγγίξει καί νά τήν θεραπεύσει.

Ὁ Χριστός ἐπιμένει ἀλλά προχωρεῖ μέ ἰδιαίτερη λεπτότητα. Τά λόγια πού χρησιμοποιεῖ ἡ Σαμαρείτιδα γιά νά καλύψει τήν κατάσταση της ἐκεῖνος τά στρέφη διακριτικά σέ μία ἀποκάλυψη «καλῶς εἶπας, ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω...τοῦτο ἀληθές εἴρηκας». Δέν τήν ἐλέγχει λέγοντας της ὅτι πηγαίνει νά θολώσει τά νερά, ὅτι εἶναι ἔνοχη. Ἀλλά μέ μία ἐξαιρετική διακριτικότητα χρησιμοποιεῖ τήν θετική πλευρά πού ὑπάρχει στήν ἀπόκρισή της γιά νά διευκολύνει τήν ὁμολογία. Μέ προσοχή καί στοργή πλησιάζει στήν πληγή τό νυστέρι, παραμερίζει τήν ἀσάφεια, τονίζει τήν ἀλήθεια, ὅλα ὅμως αὐτά τά κάνει μέ μία βαθειά ἀγάπη, πού τελικά λυτρώνει καί ὑποχρεώνει. Ὅταν θέλουμε νά βοηθήσουμε τόν ἄλλον νά συναισθανθεῖ τό σφάλμα του, μή παραλείπουμε νά χρησιμοποιοῦμε ὅση προσοχή καί λεπτότητα διαθέτουμε. Συχνά στήν καθημερινή μας ζωή στήν δουλειά μας, στήν οἰκογένειά μας, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀντιληφθοῦμε λάθη τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους ζοῦμε, μέ τούς ὁποίους συνεργαζόμαστε. Θέλουμε νά τούς κάνουμε νά τά συναισθανθοῦν, νά τά διορθώσουν. Κατά κανόνα ὅμως εἴμαστε ἀπότομοι, ἀδέξιοι, συχνά πικροί. Χρησιμοποιοῦμε λέξεις σκληρές, ὕφος στυφό, ὑπονοούμενα ἴσως φαρμακερά. Θυσιαστικά ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο νά δείξουμε καί νά ἐρεθίσουμε τήν πληγή παρά νά τήν ἐπουλώσουμε. Δέν εἶναι ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη πού μᾶς κινεῖ, ἀλλά ἡ φιλαυτία μας πού ἐνοχλεῖται ἀπό τήν συμπεριφορά τοῦ ἄλλου καί ἀντιδρᾶ. Ἤ πού ζητεῖ νά τονίσει τίς ἀδύνατες πλευρές του γιά νά κολακευθεῖ ἀπό τήν σύγκριση. Μπορεῖ βέβαια νά ἐπιμένουμε ὅτι τό λέμε «γιά τό καλό του» ὅτι τά κάνουμε γιατί «τόν ἀγαπᾶμε ἀληθινά» καί τά παρόμοια. Οὐσιαστικά ὅμως ζητοῦμε νά κρύψουμε καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας τά πραγματικά κίνητρα. Ἡ ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια δέν δικαιολογεῖ τήν περιφρόνηση τῆς ἀγάπης, τήν ἀποτομία καί τήν πικρία. Ἀσφαλῶς πρέπει νά συντελοῦμε στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας καί νά βοηθοῦμε θετικά αὐτούς πού ζητοῦν νά τήν παραμερίζουν. Ἀλλά σ’ αὐτή μας τήν προσπάθεια μήν λησμονοῦμε ποτέ τήν εὐγένεια καί τήν λεπτότητα πού μᾶς δίδαξε μέ τό παράδειγμά του ὁ Κύριος.

Ἡ Σαμαρείτιδα ὅταν τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Χριστός τήν προσωπική της ζωή δέν ἀντιδρᾶ ἀλλά ἀναγνωρίζει τήν Ἰησοῦ ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας. Αὐτό δέ κυρίως ἐπικαλεῖται τήν ὥρα πού προσκαλεῖ τούς συμπατριῶτες της νά σπεύσουν νά συναντήσουν τόν Κύριο «ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα μήπως εἶναι αὐτός ὁ Χριστός;». Σέ ἕνα τέτοιο ἄγγιγμα τῶν προσωπικῶν μας θεμάτων ἀπό τόν Χριστό θά ἀναγνωρίσουμε καλλίτερα τήν λυτρωτική του ἀποστολή. Καί θά μποροῦμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα νά καλέσουμε κι ἄλλους νά Τόν γνωρίσουν.