logo


 

Κήρυγμα Κυριακῆς ΙΣΤ΄ ἐπιστολῶν 28.9.2014

 

(Β΄ πρός Κορινθίους 1-10)

 

«Ἐν παντί …»

 

     Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός τούς Κορινθίους, ἀπευθυνόμενος πρός αὐτούς, μέ ἕνα του λόγο, μέ μία μόνο φράση περιγράφει ἕνα βασικό καθῆκον ὄχι μόνο τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί ὅλων γενικά τῶν Χριστιανῶν. Ἡ φράση αὐτή εἶναι στό στ΄ κεφάλαιο τῆς Β΄ ἐπιστολῆς του πρός Κορινθίους στό 4 στίχο, ὅπου λέγει: «Ἐν παντί –τονίζει- συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι». Ὁ Ἀπόστολος ἀπόλυτος καί συγκεκριμένος λέγει κάτι τό ὁποῖο πρέπει νά μελετήσουμε εἰς βάθος διότι ἡ ἴδια ἡ ἔκφραση ἔχει ἀπό μόνη της βάθος πολύ.

 

     Μέ κάθε τρόπο πρέπει πάντοτε νά συστήνουμε καί νά ἀποδεικνύουμε τούς ἑαυτούς μας ὡς ἀληθινούς διακόνους τοῦ Θεοῦ, αὐτή εἶναι ἡ κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς προαναφερθείσης ἐκφράσεως. Τό βαθύτερο, ὡστόσο, νοημά της εἶναι πώς ὀφείλουμε μέ κάθε τρόπο καί κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας νά συμπεριφερόμαστε ἔτσι, ὥστε νά φαίνεται πώς εἴμαστε χριστιανοί. Καί αὐτό ἔχει σημασία, ἄν σκεφθοῦμε πώς πολλοί ἀπό ἐμᾶς περιορίζουμε τίς ἐκδηλώσεις τῆς θρησκευτικότητός μας στίς λίγες ὥρες τῆς Κυριακῆς πού πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί κάνουμε τόν Σταυρό μας. Εἶναι λοιπόν ἀπαράδεκτο νά ἔχουμε δύο πρόσωπα καί ἡ καθημερινή συμπεριφορά μας νά ἔρχεται τίς περισσότερες φορές σέ ἀντίθεση μέ τήν πίστη μας. Γιατί τό νά εἶμαι χριστιανός σημαίνει πώς ἔχω ἀφήσει νά διαποτισθεῖ ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός μου ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα πού μέ ἀναγκάζει νά πολιτεύομαι καί νά φέρομαι πάντοτε, ὅπως θά ἤθελε ὁ Χριστός.

 

     Πρακτικά αὐτό σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει πτυχή τῆς ζωῆς μας πού νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν χριστιανική ἰδιότητα. Γιατί ἀλλιῶς θά ἔπρεπε νά παραδεχθοῦμε πώς ἡ θρησκεία ἀπασχολεῖ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς μας καί τό ὑπόλοιπο μένει ἀνεκμετάλλευτο καί κυρίως πώς ἡ σύνδεσή μας μέ τόν Χριστό δέν ἔχει συντελέσει στήν πνευματική μας καί ἠθική ἀναγέννηση. Ἔτσι θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἰδιότητά μας ὡς χριστιανῶν μᾶς ἐπιβάλλει ὡρισμένες ὑποχρεώσεις πού εἶναι ἀδύνατο νά τίς ἀποφύγουμε καί ταυτόχρονα νά συνεχίζουμε νά εἴμαστε χριστιανοί.

 

     Ἀναλύοντας αὐτή τήν τελευταία θέση, θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις συμπεριφορᾶς μας. Καί ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τό στενό οἰκογενειακό μας περιβάλλον. Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε χριστιανοί καί ταυτόχρονα ἡ διαγωγή μας πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας νά εἶναι βάρβαρη ἤ σκληρή, ξένη δηλαδή πρός τήν ἀγάπη. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἔξω «μεγάλους σταυρούς» καί μέσα στό σπίτι μας νά εἴμαστε τύραννοι καί ἀλαζόνες.

 

     Ἡ συνέπεια ἐπιβάλλει νά ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ ἐν Χριστῷ καί ἀνάλογα νά πολιτευόμαστε καί ὅταν μᾶς βλέπουν καί ὅταν δέν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Κι ἄς ἔλθουμε τώρα στήν εὐρύτερη οἰκογένειά μας, τήν κοινωνία. Στό ἐπάγγελμά μας δέν μποροῦμε νά παραβαίνουμε τίς ἠθικές ἀρχές μας, σάν θέλουμε νά εἴμαστε ἀληθινοί χριστιανοί. Στίς συναλλαγές μας δέν μποροῦμε νά παραβλέπουμε τό νόμο τοῦ Θεοῦ χάριν τοῦ συμφέροντος ἤ τοῦ κέρδους. Στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀβαρίες χάριν σκοπιμοτήτων. Στήν ἔκφραση τῶν ἰδεῶν μας δέν μποροῦμε νά εἴμαστε καιροσκόποι, ἀγνοώντας τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῆς πίστεώς μας. Καί στίς συναναστροφές μας δέν μποροῦμε νά δείχνουμε ἔλλειψη εὐαισθησίας σέ θέματα πίστεως, ἠθικῆς τάξεως καί εὐπρέπειας γιά νά κερδίσουμε τάχα τοῦ κόσμου τήν εὔνοια.

 

     Ἀντιθέτως ὀφείλουμε κάθε τί πού σκεπτόμαστε πού λέμε καί πού κάνουμε νά ἔχει τήν σφραγίδα τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας, γιατί αὐτή μας ἡ ἰδιότητα, ὅπως εἴπαμε, δέν περιορίζει τήν δραστηριότητά της σέ ἕνα τομέα τῆς ψυχῆς μας, ἀλλά διαποτίζει ὅλο τό εἶναι μας καί κανονίζει τήν ὅλη συμπεριφορά μας. Ἔτσι αὐτός πού θέλει νά εἶναι ἀληθινός διάκονος τοῦ Θεοῦ θά σκέπτεται χριστιανικά καί στό μαγαζί του καί στό ἐπιστημονικό του ἐργαστήρι καί στήν βιομηχανία του θά σκέπτεται καί θά φέρεται χριστιανικά ὅ, τι κι ἄν εἶναι, ἐπιστήμονας, ἐργοδότης, ἤ ἐργάτης, θά σκέπτεται καί θά φέρεται χριστιανικά. Ἔστω κι ἄν εἶναι πλούσιος ἤ πτωχός, μεγάλος ἤ μικρός μορφωμένος ἤ ἀμόρφωτος. Μέσα ἀπό τήν χριστιανική του ἰδιότητα ὁ καθένας μας, ἀποβάλλοντας κάθε εἴδους ταξικῆς ἤ ἄλλης διακρίσεως ὀφείλει νά συμμορφώνεται πρός τίς ἐπιταγές τοῦ θείου νόμου σέ κάθε λεπτομέρεια, εἴτε τῆς ἰδιωτικῆς εἴτε τῆς κοινωνικῆς καί ἐπαγγελματικῆς του ζωῆς.

 

     Αὐτή βέβαια ἡ ἄμεση ἐξάρτησή μας ἀπό τούς κανόνες τῆς πίστεως μας δέν εἶναι τόσο εὔκολο πρᾶγμα. Χρειάζεται πολύς καί συνεχής ἀγῶνας καί πολλή προσπάθεια γιά νά «μορφωθεῖ» ὁ Χριστός μέσα μας καί γιά νά γίνουμε «ἐπιστολή Χριστοῦ γιγνωσκόμενη ὑπό πάντων τῶν ἀνθρώπων». Ἄν σήμερα παρατηροῦμε τήν ἀσυνέπεια πολλῶν χριστιανῶν πού ἄλλα πιστεύουν καί ἄλλα πράττουν αὐτό ὀφείλεται στήν μή συνειδητοποίηση τῆς ὑποχρεώσεως πού ἔχουν νά δίνουν παντοῦ τήν μαρτυρία τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος. Καί εἶναι ἀνάγκη ὅλοι μας νά συνειδητοποιήσουμε αὐτό τό καθῆκον.

 

     Ἄν οἱ ἄλλοι πού μᾶς ξέρουν βλέποντας καί κρίνοντάς μας, μποροῦν νά βεβαιώσουν πώς εἴμαστε χριστιανοί, τότε σημαίνει πώς ἔχουμε ἐφαρμόσει τό «ἐν παντί» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.