ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ

Εἰς τὴν Πανορθόδοξο Συνδιάσκεψι ᾿Εντεταλμένων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν καὶ ῾Ιερῶν Μητροπόλεων γιὰ θέματα αἱρέσεων καὶ παραθρησκείας.
ΘΕΜΑ: Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ.

ΙΕΡΑ ΝΗΣΟΣ ΤΗΝΟΥ.
29 ᾿Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 2002
Tοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Καισαριανῆς, Βύρωνος καί ῾Υμηττοῦ
κ. Δανιήλ
 
Α´ ΜEΡΟΣ

Γενικὴ ἀναφορὰ στὸ φαινόμενο τῶν αἱρέσεων.

᾿Εκ πρώτης ὄψεως ἴσως νὰ φανῆ σὲ ὡρισμένους, ὅτι τὸ θέμα τῆς παρούσης εἰσηγήσεώς μας κατὰ τὴν διατύπωσί του εἶναι ἀντιφατικό. ᾿Εφόσον ποιμαντικὴ καλοῦμε τὴν φροντίδα τοῦ ποιμένος γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐφ᾿ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξῆλθαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ποίμνη διακόπτοντας κάθε σύνδεσμο μὲ τοὺς ποιμένες, τίθεται τὸ ἐρώτημα· «Πῶς δικαιολογεῖται νὰ ὁμιλοῦμε περὶ ποιμαντικῆς τῶν αἱρετικῶν»;

Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψιν μας τὰ ἑξῆς·
α. ῾Ο αἱρετικὸς, μὲ βάσι τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν μέχρι τώρα στὰ δικά μας, ἐπειδὴ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ῾Ελλήνων εἶναι βαπτισμένοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, θεωρεῖται πρώην μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ἀποσχίσθηκε. Κάθε αἱρετικὸς ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶναι πλανηθὲν πρόβατο, τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ἀναζητήση ὁ καλὸς ποιμένας γιὰ νὰ τὸ ἐπανεντάξη στὸ σῶμα ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη.

β. Οἱ αἱρέσεις εἶναι πληγὲς ἀπειλητικὲς γιὰ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὄχι μόνο αὐτῆς. Προκαλοῦν, μὲ τὴν δραστηριότητά τους προβλήματα στὰ πρόσωπα, στὶς οἰκογένειες, στὴν κοινωνία καὶ στὸ ἔθνος. Οἱ ποιμένες πολλές φορὲς, στὴν ἄσκησι τῆς διακονίας εὑρίσκονται ἀντιμέτωποι ἀπέναντι σὲ σκληρὰ καὶ καὶ ὀδυνηρὰ περιστατικὰ, προσκαλούμενοι νὰ θεραπεύσουν πληγές -δυστυχῶς πολλὲς φορὲς ἀνίατες- τὶς ὁποῖες μᾶς δημιούργησαν «ληστὲς» τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

῞Οταν ἄλλοι παράγοντες κοινωνικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐκτὸς τῆς ῾Ελλάδος κυρίως ἔχουν ἀρχίσει νὰ διερευνοῦν τὰ σκοτεινὰ παρασκήνια τῶν αἱρέσεων γιὰ προληπτικοὺς λόγους, πῶς οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες μποροῦν νὰ ἀδιαφοροῦν ἐνώπιον μιᾶς καταστροφικῆς ἀπειλῆς;

γ. ᾿Ισχύει καὶ σ᾿αὐτὴ τὴν περίπτωσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι ἀνάγκη θεραπείας δὲν ἔχουν οἱ «ἰσχύοντες ἰατροῦ», ἀλλ᾿ οἱ «κακῶς ἔχοντες» (Μαρκ. β´ 17). ῾Ο δὲ ᾿Απόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ προσλαμβάνουμε τοὺς «ἀσθενεῖς τῇ πίστει» (Πρβλ. Ρωμ. ιδ´ 1). Πῶς λοιπὸν οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες θὰ ἀρνηθοῦν τὴν φροντίδα τους πρὸς αὐτοὺς, χωρὶς νὰ κινδυνεύουν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸ ἔργο τους;

῎Ισως μάλιστα ἡ διακονία αὐτὴ νὰ εἶναι δύσκολη λόγῳ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἐμποδίων. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα, οὔτε νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῶν μαχῶν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας, ἔστω καὶ μιᾶς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ἐπάνω στό Σταυρό.

Σ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ θελήση νὰ δώση τέτοιους ἀγῶνες ὁ Θεὸς ἐπιφυλάσσει χάρι καὶ ἰδιαίτερη εὐλογία, χαρὰ ὅμοια μ᾿ ἐκείνη «τῶν πανηγυριζόντων ᾿Αγγέλων» γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἑνὸς μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ. «Οὔτω, λέγω ὑμῖν χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ ιε´ 10).

῾Οδηγός μας καὶ στὸ προκείμενο θέμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μὲ τὸν ὁποῖο περιέγραψε τὴν ἀποστολή Του, τὸ ἔργο τοῦ ῾Οποίου ἐμεῖς συνεχίζουμε, χάριτι Θεοῦ.
«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. δ´ 18-19).

γ. Τὸ θέμα τῶν αἱρέσεων στὴν παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας εὑρίσκεται στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τῶν ῾Αγίων Πατέρων. ῾Η διασφάλισις τῆς σώζουσας ἀλήθειας καὶ ἡ προστασία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡδήγησαν τοὺς Πατέρες νὰ δώσουν πνευματικοὺς ἀγῶνες «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» (Μαρκ. ιστ´ 20).

Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ἔχουν ἱεραρχήσει σωστὰ τοὺς σκοποὺς τῆς ποιμαντικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. Κι ἔχουν ἐγκαταλείψει ἢ ἀπωθήσει τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα καὶ τὰ συναφῆ πρὸς αὐτὸν πολλάκις στὸ περιθώριο τῆς διακονίας τους. Σ᾿ ἄλλους δὲ οὔτε ποὺ ὑπάρχει ἀνησυχία.

Μὲ τὴν εἰσήγησί μου, Πατέρες καὶ ᾿Αδελφοί μου, θὰ προσπαθήσω νὰ διεγείρω τὸ ἐνδιαφέρον σας, διότι πιστεύω, ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐφιαλτικὴ. Ψυχὲς χάνονται γιὰ τὶς ὁποῖες «Χριστὸς ἀπέθανε» (Α´ Κορ. η´, 11).

Γι᾿ αὐτὸ θέλω νὰ βοηθήσω ὅλους μας νὰ ἀξιολογήσουμε καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τοὺς στόχους μας, ἀπέναντι στὶς ραγδαῖες ἐξελίξεις, τὶς ὁποῖες, πιστεύω, ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ ἐλέγξουμε, ἀλλὰ ἀδυνατοῦμε ἐν πολλοῖς καὶ νὰ παρακολουθήσουμε.

δ. Στὴν εἰσήγησί μου δὲν θὰ παρουσιάσω τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία τῶν αἱρέσεων. Τὸ θέμα εἶναι εὐρύτατο, ἡ βιβλιογραφία ἐκτεταμένη, ὁ χρόνος ἐλάχιστος.

Θὰ δώσω μόνο μερικὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα, ἀρκετὰ νὰ παράσχουν ἀφορμὴ πρὸς συζήτησι καὶ προβληματισμό.
1. Τί εἶναι αἵρεσις.

Στὴν καθιερωμένη σήμερα θεολογικὴ γλῶσσα, ἡ αἵρεσις ὁρίζεται ὡς «πεπλανημένη διδασκαλία, παρεκκλίνουσα ἀπὸ τῆς γνησίας πίστεως, ἅμα δὲ καὶ πᾶσα ἰδιαιτέρα χριστιανικὴ κοινότης, διαφωνοῦσα πρὸς τὴν δογματικὴν διδασκαλίαν τῆς ἀληθοῦς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀποκοπεῖσα ἀπὸ τῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητος μετ᾿ αὐτῆς». (Θ.Η.Ε. τ. 1, σελ. 1087). ῾Ο ὁρισμὸς αὐτὸς θεμελιώνεται στὴν μακραίωνη θεολογικὴ παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας καὶ στὴν πλούσια ἀντιαιρετική της ἐμπειρία.

῾Η αἵρεσις παρουσιάζεται ὡς ὑποκειμενικὴ ἐπιλογή, ἐκλογὴ αὐθαίρετη, ποὺ ἀντιτάσσεται στὴν καθολικότητα καὶ πληρότητα τῆς πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διαφοροποιεῖ αὐτόματα τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὴν θεολογία της. Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι ἡ ἐπιλογὴ μέρους τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ ὑποκατάστασι μὲ αὐτὸ ὅλης τῆς ἀλήθειας, συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία σχετικοποιεῖ τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀπολυτοποιεῖ τὸ σχετικό. Καὶ τοῦτο εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὴν αἵρεσι ἰδιαίτερως ἐπικίνδυνη, περισσότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία, δεδομένου, ὅτι «ἡ μισὴ ἀλήθεια εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ ψέμα». (Γιανναρᾶς. «᾿Αλήθεια καὶ ταυτότητα τῆς ᾿Εκκλησίας»).

Οἱ αἱρέσεις διαθέτουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα, ποὺ τὶς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὶς στεροῦν κάθε δικαίωμα χρήσεως τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος. ῞Ολοι οἱ πιστοὶ ὀνομάζονται χριστιανοί, ἀποδεικνύοντες ἔτσι «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» (᾿Εφ. δ´ 13) μέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται. Οἱ αἱρετικοί, ἀντίθετα, θεωροῦν ἀναγκαῖο νὰ αὐτοχαρακτηρίζωνται καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν στάσι τους ἔναντι τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τὴν ἀλλοτρίωσί τους.

῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος παρατηρεῖ· «ὅσοι δ᾿ ἂν ἀπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας πρὸς τὴν αἵρεσιν μεταβάλλωνται, τὸ μὲν Χριστοῦ καταλιμπάνουσιν ὄνομα, καὶ λοιπὸν δὲ ᾿Αρειανοὶ καλοῦνται, ὡς οὐκέτι τὴν Χριστοῦ πίστιν ἔχοντες, ἀλλὰ τῆς ᾿Αρείου γενόμενοι μανίας διάδοχοι» (Ε.Π.Ε. τόμ. 2, Κατὰ ᾿Αρειανῶν, σελ. 36). Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ περίεργο τῆς αἱρέσεως· τὴν αὐτονομασία της ἀπό τοὺς διδασκάλους καὶ ἀρχηγούς της. Τὸ ὄνομα τῶν αἱρετικῶν δὲν δείχνει μόνο τὴν ἔκπτωσι καὶ τὸν χωρισμό τους ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὴν δουλικὴ ἐξάρτησί τους ἀπὸ τὸν ὁποιοδήποτε ἀρχηγό τους. ῾Η ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος φανερώνει καὶ τὴν ἀλλαγὴ «κυρίου».

Εἶναι γεγονὸς ὅμως, ὅτι, ἐνῶ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, οἱ αἱρετικοὶ προσποιοῦνται τοὺς Χριστιανούς καὶ ἐμφανίζουν τὴν διδασκαλία τους ὡς χριστιανική γιὰ εὐνόητους λόγους. ῾Η ἐνέργεια αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὡς ὑποκρισία. Οἱ αἱρετικοὶ ὑποκρίνονται τὸν Χριστιανισμό.

Στὸ θέμα αὐτὸ γίνεται πολλὲς φορὲς ἕνα βασικὸ λάθος· Γίνεται ἀνεκτὸν νὰ ἀποκαλοῦνται ἀβασάνιστα οἱ αἱρετικοί Χριστιανοί, ἐπειδὴ μόνο καὶ μόνο ἀσχολοῦνται μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστι καὶ μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό.

Θὰ πρέπει ὅμως νὰ διευκρινίσουμε ὅτι σήμερα στὸ χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας μας δροῦν ἑκατοντάδες αἱρέσεων μὲ κάποια χριστιανικὴ χροιὰ ἢ μή. ῞Ολες ὅμως ἐνδύονται τὸν χριστιανικὸ μανδύα, γιὰ τὴν δική τους ἡ κάθε μιὰ σκοπιμότητα. ῎Ετσι δὲν ἐκπλησσόμαστε, ὅταν ὁμάδες ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικὸ χῶρο ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὁ ᾿Ινδουϊσμὸς ἢ ὁ Βουδδισμός, δροῦν κάτω ἀπὸ ἕνα χριστιανικὸ ὄνομα.

῾Η αἵρεσις εἶναι ἕνα θλιβερὸ φαινόμενο μέσα στὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η παρουσία της προφητεύθηκε τόσο ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους Του, οἱ ὁποῖοι πρόφθασαν καὶ εἶδαν τὶς πρῶτες αἱρετικὲς παραφυάδες μέσα στὸν ἀγρὸ τῆς ᾿Εκκλησίας. Προφητεύθηκαν οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοί, ὅταν ὁ Κύριος ἔκαμε λόγο γιὰ τὸν ἐρχομὸ ψευδοδιδασκάλων καὶ ψευδοπροφητῶν «ἐν ἐνδύμασι προβάτων», (Ματθ. ζ´ 15) ἐνῶ στὴν πραγματικότητα θὰ ἦσαν «λύκοι ἅρπαγες», (Ματθ. ζ´ 15) ἕτοιμοι νὰ κατασπαράξουν τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης Του.

Παρόμοια προειδοποίησι ἔκαμε μὲ τὸν προφητικὸ λόγο του καὶ ὁ ᾿Απ. Παῦλος μιλώντας στὴν Μίλητο πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου· «Ϝ εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. κ´ 29-30).

῾Ο ᾿Απόστολος Πέτρος στὴν Β´ Καθολικὴ ἐπιστολή του, γραμμένη περίπου τὸ 64-66 μ. Χ., ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια προφητεία, παρομοιάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τοὺς ψευδοπροφῆτες τῆς Π. Δ. «᾿Εγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ Τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς Δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν» (Β´ Πέτρ. β´ 1).
2. Προέλευσις καὶ αἴτια τῆς αἱρέσεως.

᾿Αναζητώντας τὴν πηγὴ τῶν αἱρέσεων ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ἐννοεῖ τὴν αἵρεσι ὡς γέννημα τοῦ διαβόλου. Στὸν Εὐαγγελιστὴ ᾿Ιωάννη ὁ διάβολος ὀνομάζεται «πατὴρ τοῦ ψεύδους» (Πρβλ. η´ 44) καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀποδίδεται ἡ ἀντίχριστη στάσι τῶν ᾿Ιουδαίων. ῎Ετσι ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος ἀποκαλεῖ τὴν αἵρεσι «διαβολικὴν ἀπόνοιαν» (Ε. Π. Ε. τόμ. 2, σελ. 322, στ. 2).

᾿Ενῶ δὲ οἱ αἱρετικοὶ εὑρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ συνεπῶς οὐδεμία σύμπτωσις ὑπάρχει μεταξὺ αἱρέσεως καὶ ᾿Εκκλησίας, ὁ μόνος ποὺ εὑρίσκεται σύμφωνος μὲ τὴν αἵρεσι εἶναι ὁ διάβολος, ἐφόσον αὐτὸς εἶναι ὁ ὑποβολέας τῶν αἱρετικῶν.

Τὰ αἴτια τῶν αἱρέσεων εἶναι πολλά. Θὰ ἐπισημάνουμε τὰ κατὰ τὴν γνώμη μας κυριώτερα.

α. Τὰ «Κενά».

Εἶναι γνωστό, ὅτι οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ διάφορες παραθρησκευτικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες δροῦν στὴ χώρα μας, προσαρμόζουν τὴν προπαγανδιστική τους στρατηγικὴ πρὸς τὶς ἑκάστοτε περιπτώσεις καὶ ἰδιαιτέρως ἀναλόγως τῶν «κενῶν», τὰ ὁποῖα ἐπισημαίνουν, ὄχι μόνον στὴν προσωπική, οἰκογενειακή καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν δικῶν μας ποιμαντικῶν κενῶν. «᾿Ανιχνεύουν» προσεκτικὰ τὸ «ἔδαφος», ἀναλύοντας τὴν προσωπικότητα τοῦ καθενός, βάσει τῶν πληροφοριῶν, τὶς ὁποῖες συστηματικὰ συλλέγουν καὶ ἐπεξεργάζονται. ᾿Επισημαίνουν τὰ εὐαίσθητα σημεῖα καὶ ἐνεργοῦν.

Προπαντὸς ἐκμεταλλεύονται ἄστοχους δικούς μας χειρισμοὺς, γιὰ νὰ δράσουν ἐναντίον μας καὶ ἐναντίον Αὐτοῦ ποὺ διακονοῦμε. ᾿Εξ ἄλλου ἡ ἀσυνεπὴς ζωὴ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ ζωὴ ἀνοίγει εὔκολα δίοδο γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς στὴν ψυχὴ πολλῶν ἀνθρώπων.

β. Τὸ ἔλλειμμα τῆς ποιμαντικῆς μας.

᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ προτεραιότητες, οἱ ὁποῖες τίθενται ἀπὸ μᾶς στὴν ποιμαντικὴ διακονία μας, δὲν ἀνταποκρίνονται πολλὲς φορὲς στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν ἔντονα ὑπαρξιακὰ προβλήματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζητοῦν ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὶς διάφορες αἱρέσεις καὶ παραθρησκευτικὲς ὀργανώσεις, ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν παρέχουμε στὰ θέματα αὐτὰ τὴν ἁρμόζουσα προτεραιότητα.

γ. ῾Η δίψα γιὰ ἄσκησι ἐξουσίας τῶν ἡγετῶν.

Κάθε πλάνη γεννᾶται ἀπὸ διάφορες αἰτίες, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἴδιες γιὰ ὅλες τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες. ῞Ολοι ὅμως οἱ αἱρεσιάρχες κινοῦνται ἀπὸ ἐγωισμό, ἀπὸ τὴν δίψα γιὰ ἐξουσία καὶ κυριαρχία, δημιουργώντας ὀπαδοὺς ἀφοσιωμένους στὸν «ἀρχηγό». Δελεάζονται ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ ἐμπορευόμενοι τὶς θρησκευτικὲς ἰδέες, καπηλευόμενοι τὰ ἅγια καὶ ἱερά.

᾿Αρκετὲς ἀπὸ τὶς σύγχρονες πλάνες ἔχουν καὶ ὁρατοὺς πολιτικοὺς, κοινωνικοὺς ἤ ἄλλους στόχους. Δημιουργοῦνται ὡς ἀντίποδες πολιτικοοικονομικῶν συστημάτων, γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν στὴ γῆ ἕνα καινούριο σύστημα πραγμάτων, ἀξιῶν καὶ ἀρχῶν.

Περὶ τῶν αἰτιῶν τῶν αἱρέσεων ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ τὰ ἐξῆς·

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος διδάσκει, ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν ἐδοκίμασαν, δὲν ἔκριναν νὰ ἔχουν τὸν Θεὸν μὲ ἐπίγνωσιν ἀπεστρὰφησαν τὸν ἀληθινὸ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ θεληματικῶς ἐπροτίμησαν τὴν ἀσέβεια γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεος τοὺς ἄφησε νὰ πέσουν σὲ ἀδόκιμο καὶ ἀδιάκριτο νοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πράττουν κάθε κακία. «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ, κακίᾳ, μέστοὺς φθόνου, φόβου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀσπόνδους, ἀστόργους ἀνελεήμονες» (Ρωμ. α´ 28-31).

᾿Απὸ τὸν ἀποστολικὸ αὐτὸ λόγο συμπεραίνουμε, ὅτι τὰ πονηρὰ δόγματα καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ ἀπιστία γεννοῦν πονηρὸ καὶ διεφθαρμένο βίο. ᾿Επειδὴ οἱ εἰδωλοτράτες δὲν ἐδοκίμασαν νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ἀγνωσία αὐτὴ καὶ ἀπιστία ἔπραξαν τὰ μὴ καθήκοντα καὶ ἔζησαν ζωή γεμάτη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
῾Ο μακάριος Θεοδώρητος εἶπε ὅτι· «ὑποβάθρα τῆς παρανομίας γεγένηται ἡ ἀσέβεια».

Συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο. ῾Ο διεφθαρμένος καὶ πονηρὸς βίος γεννᾶ πονηρὰ καὶ διεφθαρμένα δόγματα καὶ ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς ποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦτο συμπεραίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου ᾿Αποστόλου. Αὐτὸς ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο «ἔχων ἀγαθὴν συνείδησιν ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν» (Α´ Τιμ. α´ 19). Καὶ πάλιν «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» (Α´ Τιμ. στ´ 10).

῞Ομοιο κακὸ εἶναι καὶ τὰ πονηρὰ δόγματα καὶ ἡ πονηρὴ ζωή καὶ ἀντιστρόφως, ἡ πονηρὴ ζωή καὶ τὰ πονηρὰ δόγματα. Τὸ ἕνα εἶναι γεννητικὸ τοῦ ἄλλου καὶ ὅποιος ἔχει τὸ ἕνα καταντᾶ καὶ στὸ ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ σοφώτατα εἶπε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὶς διστίχους ἡρωελεγεῖες· «῏Ισον ἐμοὶ κακὸν ἐστί, Βίος καὶ Μῦθος ἀλιτρός. ὁππότερον κεν ἔχοις, καὶ θατέροιο τύχοις».
3. Συνέπειες τῆς αἱρέσεως γιὰ τὸν αἱρετικό.

α. ῾Ως πρώτη καὶ κύρια συνέπεια τῆς αἱρέσεως γιὰ τὸν πλανεμένο τοποθετῶ τὴν πνευματικὴ ζημία καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία παρέχεται ἀπὸ τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο πλανεμένος χάνει κάθε ἐσωτερικὴ ἐπαφὴ καὶ σχέσι μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀποκλείεται τῆς σωτηρίας καὶ τῆς συμμετοχῆς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στόν οὐρανό.

᾿Επειδὴ ἡ χριστιανικὴ πίστις ἐξασφαλίζει τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία καὶ ἀπολύτρωσι, ἡ αἵρεσις, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ πίστις τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκλείει τὴν σωτηρία.

β. Πρὶν ὅμως ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν καταστρεπτικὴ ζημία ἔχουν συμβεῖ ἄλλες καταστροφὲς, ὅπως εἶναι ἡ ἄμβλυνσις, ὄχι μόνο τῶν πνευματικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν σωματικῶν αἰσθητηρίων τῶν αἱρετικῶν καὶ πάσης φύσεως πλανεμένων, ἡ διαστροφὴ τῆς λογικῆς τους δυνάμεως. Πρόκειται λοιπόν, γιὰ μιὰ νέα κατάστασι, παθολογικὴ προφανῶς, στὴν ὁποία μεταβαίνει ὁ αἱρετικός. ῞Ενα εἶδος ἀρρώστιας πνευματικῆς, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν ὕπαρξί του, ἡ ὁποία, ἂν δὲν θεραπευθῆ θὰ ὁδηγήση σίγουρα στὸν πνευματικὸ θάνατο. Πρὶν νὰ ἐπέλθη ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὅμως θὰ ἔχη ἐξαρθρώση κυριολεκτικῶς τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν ψυχισμὸ καὶ ὅλες τὶς λογικὲς δυνάμεις του.

γ. ῞Οπως ἕνας σωματικῶς ἀσθενὴς δημιουργεῖ οἰκογενειακὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, ἔτσι καὶ ὁ αἱρετικὸς παράγει σωρεία οἰκογενειακῶν καὶ ἄλλων προβλημάτων, ἡ ἐπίλυσις τῶν ὁποίων πολλὲς φορὲς εἶναι δύσκολη κάποτε δὲ καὶ ἀδύνατη. ῎Ετσι προκύπτουν συνέπειες τῆς αἱρέσεως στὸ περιβάλλον τῶν αἱρετικῶν.
4. Συνέπειες τῆς αἱρέσεως γιὰ τὴν Κοινωνία.

῾Η δραστηριότητα τῶν διαφόρων ἐπικινδύνων ὀργανώσεων καὶ ὁμάδων ὑποκρύπτει καὶ σοβαροὺς κοινωνικοὺς κινδύνους.

Εἰδικοὶ μελετητὲς ἐπισημαίνουν, ὅτι οἱ αἱρέσεις ἐπιδιώκουν νὰ ἀπομακρύνουν «τοὺς πολίτες ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή τους σὲ προσπάθειες, ποὺ ἀποβλέπουν στὴ βελτίωσι τῆς κοινωνίας μας καὶ νὰ τοὺς ἀποχρωματίσουν ὁμολογιακὰ μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἄμβλυνσι καὶ τελικὴ ἐξουδετέρωσι τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος» (῾Ιερὰ ᾿Αρχιεπισκοπὴ ᾿Αθηνῶν, Γ´ Γενικὴ Συνέλευσι Συνεργατῶν Ποιμαντικῆς Διακονίας, 30 ᾿Απριλίου 1988).

῞Οπως ἀντιλαμβάνεσθε τὸ θέμα ἐξέρχεται πλέον τῶν αὐστηρῶς θρησκευτικῶν πλαισίων. Δὲν εἶναι ἡ αἵρεσις μιὰ ὑπόθεσις, ποὺ ἀφορᾶ στὴν θρησκεία καὶ στὴν ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ συνιστᾶ ἕνα κίνδυνο ὁρατὸ πλέον γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή.

Τελικὸς στόχος πολλῶν ὁμάδων, δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ μεταβολὴ τῶν κοινωνικῶν συστημάτων. ῾Ο ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὶς ὁμάδες καὶ τὶς ὀργανώσεις σὰν ὄργανο.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ, κυβερνήσεις ξένων κρατῶν ἀνέθεσαν σὲ εἰδικοὺς μελετητὲς τὰ θέματα τῶν αἱρέσεων. Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κυβερνήσεων ἐπιδεικνύεται φυσικὰ κάτω ἀπὸ διαφορετικὸ πρῖσμα. Δὲν ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ διάστασι τοῦ ζητήματος. ῾Η ᾿Εκκλησία καὶ οἱ συνεργάτες της δὲν εἶναι πλέον οἱ μόνοι χειριστὲς αὐτοῦ τοῦ θέματος.

Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς ἀπειλῆς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς ὁμάδες αὐτὲς οἱ ποικίλες ᾿Εξουσίες τῶν Κρατῶν, στὴν Εὐρώπη καὶ ἀλλοῦ, θέτουν τήν θρησκευτικὴ ἀντιπαράθεσι σὲ δευτερεύουσα θέσι. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν οἱ θρησκευτικὲς δοξασίες. ᾿Ενδιαφέρονται πρωτίστως νὰ μὴ δημιουργοῦνται κοινωνικὰ προβλήματα. Προηγεῖται ὁ κοινωνιολογικὸς παράγοντας, ὁ ὁποῖος στὸ μέλλον γιὰ τὰ θέματά μας θὰ διαδραματίζη τὸν πρωτεύοντα λόγο.

῾Απλῶς καὶ μόνο γιὰ νὰ προϊδεασθοῦμε τί σημαίνει κοινωνιολογικὸς παράγοντας σὲ θρησκευτικὰ θέματα ἀναφέρουμε τὸ θόρυβο ποὺ ξεσηκώνεται κάθε φορὰ ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀναλαμβάνει, μὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες , τὴν ἀναχαίτησι τῶν αἱρέσεων. Τότε διασύρεται ὡς μισαλλόδοξη καὶ σκοταδιστική, ὅταν κυρίως προβάλλονται τραγικὲς περιπτώσεις καὶ δράματα πλανεμένων καὶ ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων. ᾿Επίσης ἡ ἀνοχὴ τῆς Πολιτείας καὶ Κοινωνίας ἀπέναντι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζονται «ἀντιρρησίες συνειδήσεως» καθὼς καὶ ἄλλα περιστατικά.

Γιὰ τὴν δραστηριότητα τῶν αἱρέσεων σὲ ἄλλες χῶρες ἐνδιαφέρονται ἀμέσως, βασικοὶ παράγοντες τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς. ῾Η ἐπιρροὴ τῶν ὁμάδων αὐτῶν στὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ τῶν χωρῶν αὐτῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήση ἀδιάφορους τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς ἐπιχειρηματίες, οὔτε φυσικὰ ἐκείνους ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν αὐτονομία καὶ ἀνεξαρτησία ἑνὸς λαοῦ. ᾿Εξ ἄλλου τὰ τεράστια κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦνται γιὰ τὰ ἄτομα καὶ τὴν κοινωνία προσελκύουν τὸ ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο τῶν νομικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν κοινωνικῶν φορέων.



Β´ ΜEΡΟΣ

῾Η ποιμαντικὴ διὰ τοὺς πλανεμένους.
1. Τὸ ποιμαντικὸ καθῆκον.

῞Οσα ἀναφέρθηκαν μέχρι τώρα εἶναι κυρίως διαπιστώσεις. ῞Ομως σὲ τί συνίσταται τὸ ποιμαντικό μας καθῆκον;

α. «᾿Απολογία περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος».

῞Οταν ρωτήσει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς, πολλοὶ θὰ εὑρεθοῦν ἀσφαλῶς σὲ δύσκολη θέσι καὶ οἱ ἀπαντήσεις θὰ εἶναι πολλὲς καὶ διαφορετικές. Καὶ ὅμως εἶναι τὸ πιὸ βασικὸ πρόβλημα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. ῍Αν τὸ ἀντιμετωπίσει θετικὰ, θὰ μπορέση νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ βρῆ τὸ σωστὸ δρόμο. Μιὰ ζωὴ ποὺ καταλήγει στὸν τάφο, δὲν εἶναι βέβαια ζωὴ μὲ νόημα, ἀκόμη καὶ ἄν θεωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ὡς ἡ πιὸ ἐπιτυχημένη.
῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι «πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ἡμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α´ Πέτρ. γ´ 15) καὶ μάλιστα «μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου, συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ἡμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν» (Α´ Πέτρ. γ´ 15-16).

῾Υπάρχουν πολλοὶ σήμερα, ποὺ προσέρχονται σὲ μᾶς καὶ ζητοῦν νὰ τοὺς καταστήσουμε μετόχους αὐτῆς τῆς ἐλπίδος. ᾿Εὰν, ἀντὶ γι᾿ αὐτή προσπαθοῦμε νὰ τοὺς μεταδώσουμε τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου τούτου, προτείνοντες λύσεις, ποὺ ἀναφέρονται στὰ προβλήματα τοῦ βίου καὶ ὄχι τῆς ζωῆς, θὰ ἔχουμε προδώσει τὴν ἀποστολή μας. Τότε δικαίως οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς κατηγοροῦν πὼς δὲν ἔχουμε κάτι δικό μας νὰ προσφέρουμε στὸν κόσμο, καὶ ἑπομένως, δὲν δικαιώνεται οὔτε ἡ ἀποστολή μας, οὔτε ἡ ὕπαρξίς μας στὴν κοινωνία.

Ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν νὰ τοὺς μιλήσουμε «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος»;

Εἶναι οἱ οἰκογένειες, ποὺ ἔχουν προβλήματα μὲ τὶς διάφορες αἱρέσεις καὶ παραθρησκευτικὲς ὀργανώσεις. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔκοψαν τὴν σχέσι τους μὲ τὴν ᾿Εκκλησία. Εἶναι ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ πολεμοῦν τὴν ᾿Εκκλησία . Εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν θέλη νὰ εἶναι θρησκευτικῶς ἀναλφάβητος. ῾Η ᾿Εκκλησία, οἱ Ποιμένες τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νὰ δώσουν ἀπαντήσεις στὸ πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ δώσουν τὶς ἀπαντήσεις τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν λόγο τῆς «δικῆς τους ἐλπίδος», «παντὶ τῷ αἰτοῦντι», καὶ νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ μὲ εὐγένεια καὶ σεβασμό, καὶ νὰ ἔχουν τὴν συνείδησι ἀγαθή, ὥστε, ἐνῶ κατηγοροῦνται ὅτι εἶναι κακοί, νὰ καταισχυνθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δυσφημοῦν τὴν καλὴ χριστιανικὴ διαγωγή τους.

β. ῾Ο κίνδυνος ἐκ τῆς ἐκκοσμικευμένης ποιμαντικῆς.

῞Ενας κίνδυνος, ποὺ ἀπειλεῖ σήμερα, ἀκόμη καὶ τὴν ἀπολογητικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευσις. ῾Υπάρχει ἡ τάσις νὰ ἀντιμετωπίζονται τὰ προβλήματα τῶν ὁμάδων αὐτῶν μὲ τὶς μεθόδους τῆς σύγχρονης ψυχολογίας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν.

῾Ο τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν πλανεμένων, κατὰ τὴν ἄποψί μας, δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὸς, ἐπειδὴ ἡ ψυχολογία καὶ οἱ ἄλλες ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες, γιὰ τὶς ὁποῖες γίνεται σήμερα λόγος, στηρίζονται σὲ μία ἀνθρωπολογία, ἡ ὁποία δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τὸ ὅραμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἡ νέα κτίσις καὶ σ᾿ αὐτὴ ἀποβλέπουμε· αὐτὴ εἶναι καὶ τὸ μέτρο τῆς ποιμαντικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ νοηματοδοτεῖ τὴν ποιμαντική μας.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη, ὅτι οἱ ὁμάδες οἱ ὁποῖες μᾶς ἀπασχολοῦν, εὑρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν πίεσι, νὰ ἱδρύσουν τὸν Παράδεισο σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν γῆ. ᾿Εξ ἄλλου καὶ ἡ δελεαστικὴ «προσφορά» τοῦ ᾿Αντιχρίστου στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν Θεό τους, θὰ εἶναι ἡ ἐξασφάλισις ἰδανικῶν συνθηκῶν ἐπιγείου ζωῆς. Πρῶτον· εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια καὶ δεύτερον· ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπόλαυσις αὐτῶν.

Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀποδείξουμε καὶ νὰ ὑπογραμμίσουμε πὼς οἱ ὑποσχέσεις αὐτὲς ἀποτελοῦν «παγίδα» καὶ ὅτι οἱ ὀργανώσεις αὐτὲς ποὺ ὑποστηρίζουν πὼς σχηματίζουν ἤδη τὸν πυρῆνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοῦ «νέου κόσμου», παρουσιάζουν εἰκόνα ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μὲ τὶς «παραδεισιακὲς δομές».

᾿Εμεῖς οἱ χριστιανοὶ διατρέχουμε τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθοῦμε ἀπὸ τὸ «ἑλκυστικό» ὅραμα τῶν ὁμάδων αὐτῶν καὶ νὰ ὑποπέσουμε στὴν παγίδα νὰ μετατρέψουμε τὸ «εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας» προκειμένου νὰ γίνη «δελεαστικό», ἐνῶ καλούμεθα νὰ δώσουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν νέα πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε χιλιαστικὴ τάσι καὶ ὑποκριτικὴ ἀντίληψι.

γ. Τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀπολογητικῆς.

῾Η ποιμαντικὴ ἐργασία τῆς ᾿Εκκλησίας μας διεξάγεται στὰ πλαίσια τῆς ζωῆς μιᾶς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως καὶ στὰ πλαίσια μιᾶς ἐνορίας. Διεξάγεται ἀκόμη- καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο ποιμαντικὸ πρόβλημα τῆς ᾿Εκκλησίας μας- στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως αὐτὰ διδάσκονται, ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ διδάσκονται.

Τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀπολογητικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι, τὸ πῶς θὰ βοηθηθοῦν οἱ ὑπεύθυνοι ἐκκλησιαστικοὶ φορεῖς, ὥστε νὰ δύνανται νὰ ἀντιλαμβάνωνται ἀμέσως τὴν ταυτότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, ποὺ ἐμφανίζονται στὴν περιοχή τους καὶ νὰ λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, γιὰ τὴν κάθε περίπτωσι. Πρέπει ἀκόμα νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ ἐνημερώσουν τὸ πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐγκαίρως καὶ, πρὸ παντός, ἀντικειμενικῶς, ὥστε νὰ εἶναι ἡ παρέμβασίς τους δραστικὴ καὶ οὐσιαστική.

᾿Απὸ τὸ ἄλλο μέρος πρέπει νὰ γίνη σὲ ὅλους σαφὲς πὼς (καλῶς ἢ κακῶς) δὲν ἔχουμε πλέον ἀκόμη καὶ στὴ χώρα μας τὸ «θρησκευτικὸ μονοπώλιο». ῾Υπάρχει «συναγωνισμός». Πράγματι, στὸ σούπερ-μάρκετ «θρησκεία», ἢ «νόημα ζωῆς» ὑπάρχουν πολλὲς προσφορές. Αὐτὸς εἶναι πρόσθετος λόγος, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀναγκάζη νὰ προσφέρουμε τὴν χριστιανική μας ἐλπίδα καθαρή, ἁγνή, ριζωμένη στὴν μακραίωνη παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ ὁποία σὰν πνευματικὸ καμίνι, ἀπέδειξε τὴν γνησιότητα τοῦ θησαυροῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Δὲν χρειαζόμαστε κανένα «ἄλλο εὐαγγέλιο» ᾿Αμερικανικῆς ἢ ᾿Ινδικῆς ἢ Κινεζικῆς, ἢ ᾿Ιαπωνικῆς προελεύσεως ἢ ὅποιας ἄλλης.

῞Ομως ἡ προσπάθεια διαβρώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου καὶ τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος στὴ χώρα μας, πρέπει νὰ μᾶς ἀναγκάση νὰ θέσουμε στὸ ἔργο μας νέες προτεραιότητες.

Δὲν μένει λοιπὸν παρὰ τὸ νὰ δεχθοῦμε τὶς συνέπειες καὶ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀναθεώρησι τοῦ ποιμαντικοῦ προγράμματος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὶς προτεραιότητές του, καὶ νὰ διαθέσουμε στὶς νέες προτεραιότητες ὅ,τι ἔχουμε σὲ ὑλικὰ μέσα καὶ ἀνθρώπινο δυναμικό.

Τέλος ὀφείλω νὰ παρατηρήσω, πὼς ἴσως ὅλες αὐτὲς οἱ παραθρησκευτικὲς ὁμάδες καὶ αἱρέσεις νὰ σημαίνουν τὸ «δάκτυλο τοῦ Θεοῦ», ὥστε ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στὸ θησαυρὸ τῆς πίστεώς μας νὰ εἶναι περισσότερο προσεκτική. ῞Οπου ἡ προφύλαξις ἦταν δραστικὴ δὲν χρειάσθηκε ἀργότερα καμμία ἰδιαίτερη ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι προβλημάτων. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο στὸν πνευματικὸ τομέα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν συμπαράστασί Του.



Γ´ ΜEΡΟΣ

῾Η ἀντιαιρετικὴ δρᾶσις τῆς ἐνορίας.
1. ῾Η πνευματικὴ νομιμοποίησις τῆς ἐνορίας στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα.

Τὸ πρῶτο θέμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ θίξουμε στὴν ἑνότητα αὐτὴ τῆς εἰσηγήσεώς μας εἶναι, τὸ ἐὰν ἡ ἐνορία νομιμοποιεῖται νὰ δράση γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς ἀπειλῆς τῶν αἱρέσεων.

῎Εχει δικαίωμα νὰ ὀργανώνη ἀντιαιρετικὴ ἐκστρατεία;

Τὸ θέμα τίθεται ἀπὸ πολλοὺς σήμερα, οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν στὴ διακονία μας αὐτή. ᾿Ενοχλοῦνται, γιατὶ ἐμποδίζονται νὰ ἀναπτύξουν καὶ νὰ προωθήσουν τὰ σχέδιά τους, τὰ ὁποῖα ἄλλοτε μὲν εἶναι ἐμφανῆ, ἄλλοτε δὲ φυλλάσονται «ἐν μυστηρίῳ καὶ ἀποκρύφοις».

᾿Εμεῖς βεβαίως δεχόμαστε, ὅτι ὡς ποιμένες τῆς Μιᾶς, ῾Αγίας, Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ ποιμαίνουμε τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε «θείῳ δικαίῳ» αὐτὴ τὴν ἐξουσία καὶ δικαίωμα «ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγο τῆς ἀληθείας». Δεχόμαστε ἐπίσης καὶ ὡς πολίτες στὸν κόσμο αὐτὸ , ὅτι νομιμοποιούμαστε νά δράσουμε στὰ πλαίσια τῆς ἑκάστοτε ἰσχύουσας νομοθεσίας γιὰ τὴν ὑπεράσπισι τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἀπειλοῦνται ἀποδεδειγμένως ἀπὸ τὶς ποικίλες αὐτὲς ὁμάδες καὶ ὀργανώσεις.

Βεβαίως διακρίνουμε τὰ θύματα ἀπὸ τὶς ἡγεσίες τῶν ὁμάδων αὐτῶν καὶ ἀναγνωρίζουμε τὸ δικαίωμα ποὺ ἔχει ὁ καθένας νὰ ἐπιλέγη τὴν πίστι του. ᾿Αρκεῖ αὐτὸ νὰ γίνη ἐλεθέρως καὶ ἐν γνώσει τοῦ ἀνθρώπου. Δυστυχῶς πολλὲς ἡγεσίες ὁμάδων ἀποκρύπτουν τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό τους καὶ δροῦν μὲ προσωπεῖο. ᾿Αποκρύπτουν τὶς διδασκαλίες τους, τὴν δομὴ τῆς ὁμάδας.

Θὰ περιορισθοῦμε νὰ ἀναφέρουμε μόνο τὰ ἔσωθεν ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ποιμαντικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων καὶ θὰ μᾶς ἐπιτρέψετε νὰ θυμίσουμε σέ ὅλους, ὅτι δὲν εἶναι δυνατόν νὰ νοηθῆ ᾿Εκκλησία χωρὶς ἀντιαιρετικὴ δρᾶσι καὶ ἀγῶνα ἐναντίον κάθε πλάνης καὶ κάθε ψεύδους.

α. ῾Η κάθαρσις τοῦ ἀμπελῶνος.

῾Ο Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διέσωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου. ῾Ο Πρόδρομος λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ περιγράφει τὴν προσωπικότητα τοῦ Μεσσία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἔργο Αὐτοῦ λέγων· «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ» (Λουκᾶ γ´ 17). ῎Εργο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ καθαρισμὸς «τῆς ἅλωνος», δηλ. τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸ ψεῦδος, ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἀπὸ κάθε διδασκαλία ποὺ προέρχεται καὶ ἐνεργεῖται ἀπὸ τοὺς δαίμονες.

Τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου τὸ συνεχίζει ἡ ᾿Εκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος «μένει μεθ᾿ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Πρβλ. Ματθ. κη´ 20).

῾Ο Κύριος μὲ τὴν ζωή Του καὶ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του συνεκρούσθη μὲ κάθε ψεῦδος καὶ κάθε πλάνη. «Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Πρβλ. Ιωάν. α´ 9). Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πλάνης μὲ τὰ ἐπὶ γῆς ὄργανά τους συνεκρούσθησαν μετὰ λυσσώδους μανίας καὶ ἐντόνου σφοδρότητος μίσους μετὰ τοῦ Κ. Η. Ι. Χ., ἐπειδὴ «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. γ´ 20).

β. ῾Η παράδοσις τῶν ᾿Αποστόλων.

Μὲ τὴν ἴδια σφοδρότητα ἐπολέμησαν οἱ ᾿Απόστολοι κάθε πλάνη καὶ κακοδοξία.

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν ἀποχαιρετιστήριο ὁμιλία του πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου λέγει καὶ προφητεύει· «οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ᾿Εγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. κ´ 27-30).

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐξομολογεῖται, ὅτι δὲν ὑπεχώρησε μπροστὰ σὲ κανένα κίνδυνο, δὲν ἀπέκρυψε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ἐμφάνισι τῶν «βαρέων λύκων», οἱ ὁποῖοι θὰ κακοποιήσουν ἀλύπητα τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ περιουσία καὶ κληρονομία τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου γράφτηκαν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν ὀξύτατα ποιμαντικὰ προβλήματα ἑτεροδιδασκάλων καὶ ἑτεροδιδασκαλιῶν π. χ.·

Στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπὲρ τῆς ᾿Αναστάσεως. Στὴν πρὸς Γαλάτας ἀμύνεται ὑπὲρ τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. ᾿Αντιμετωπίζει μὲ ὀργὴ καὶ θυμὸ τοὺς ταραξίες τῆς Γαλατίας. Στὴν πρὸς Φιλιππησίους «κλαίων» γράφει γιὰ τοὺς «ἐχθροὺς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ» (Φιλιπ. γ´ 18). Στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐκθέτει τὴν ὀρθὴ πίστι τῆς ᾿Εκκλησίας, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς ἐπικίνδυνους αἱρετικούς ποὺ εἶχαν διεισδύσει στὴν κοινότητα τῶν Κολοσσῶν. Στὴν Β´ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἀναπτύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐσχατολογία καὶ ἀποτρέπει τὶς ἐνθουσιαστικὲς τάσεις καὶ παρεκτροπὲς τῶν Θεσσαλονικέων. Στὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολές του ὑπαγορεύει τὰ καθήκοντα τῶν ποιμένων ἔναντι τῶν ψευδοδιδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια.

῾Ομοίως καὶ οἱ λοιποὶ ᾿Απόστολοι, Πέτρος καὶ ᾿Ιωάννης, πράττουν στὶς ἐπιστολές τους.

Νομίζω, ὅτι εἶναι περιττὸν νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἔργα τῶν ῾Αγίων, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπολέμησαν τὶς αἱρέσεις τὶς παλαιότερες καὶ νεώτερες.

γ. Τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν αἱρέσεων συνέχισαν οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

δ. Αὐτὸ τὸν ἀγῶνα διεξάγουμε κι ἐμεῖς σήμερα μὲ εὐθύνη καὶ ἀγάπη.

Κατὰ τὴν μακραίωνα ἱστορικὴ πορεία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ Πολιτεία καὶ οἱ ἐξουσίες της ἄλλοτε μὲν συνευδοκοῦσαν καὶ ὑποστήριζαν τὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐγίνοντο προστάτες καὶ εὐεργέτες της, ἄλλοτε δὲ διῶκτες καὶ ἐχθροί της.

Καὶ στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις ὑπερέλαμψεν ἡ ἀλήθεια της. Οἱ δὲ «φάσκοντες εἶναι σοφοί» (Ρωμ. α´ 22) ἀπεδείχθησαν ὁδηγοὶ «μωροὶ καὶ τυφλοί» (Ματθ. κγ´ 17) ἀφοῦ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρὰ καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ» (Α´ Κορινθ. α´ 27-28).

Τὸ ἴδιο καθεστὼς παρατηροῦμε, ὅτι ἰσχύει καὶ σήμερα.

῎Αλλοτε καὶ ἀλλοῦ ἡ Πολιτεία καὶ τὰ ὄργανά της στηρίζουν τὴν ἀλήθεια. ῎Αλλοτε δὲ καὶ τὴν πολεμοῦν.

᾿Εμεῖς συνεχίζουμε τὸν ἀγῶνα μας καὶ δὲν ὑποστέλλουμε τὴν σημαία, εἴτε οἱ διαθέσεις τῶν ἔξωθεν εἶναι εὐμενεῖς, εἴτε δυσμενεῖς. Εὐκτέον, νὰ εἶναι εὐμενεῖς καὶ συνήγοροι πίστεως. ᾿Αλλὰ καὶ στὴν ἀντίθετη περίπτωσι, δὲν θὰ ἀδρανήσουμε, ἀλλὰ μὲ σοφία θὰ ἐγείρουμε τὴν μάχαιρα τοῦ λόγου «τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὃ ἐστὶ ρῆμα Θεοῦ» (᾿Εφεσ. στ´ 17) γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς.
2. Οἱ ἀντιρρήσεις.

῾Η ᾿Εκκλησία, καὶ συγκεκριμένα ἡ ἐνορία, συναντᾶ ἰσχυρὴ ἐναντίωσι στὴν προσπάθειά της νὰ ἐνημερώση τὸ ποίμνιό της γιὰ τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὴν δρᾶσι τῶν ἐπικίνδυνων αὐτῶν ὁμάδων καὶ ὀργανώσεων.

῎Εχοντας ὑπόψιν τὰ δεδομένα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μποροῦμε νὰ συνοψίσουμε αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν στὰ κάτωθι·

α. ῾Η συνήθης κατηγορία, ἡ ὁποία ἐκτοξεύεται ἐναντίον μας, ἐναντίον τῶν ποιμένων τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεοῦνται ἐκ τῆς φύσεως τῆς ἀποστολῆς τους νὰ δράσουν, εἶναι ὅτι εἴμαστε μισαλλόδοξοι καὶ δὲν ἀνεχόμαστε ἢ δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν ὕπαρξι τῶν ἄλλων στὴν κοινωνία καὶ τὴ ζωή, μετὰ μάλιστα τὶς νέες συνθῆκες ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ καὶ στὴν πατρίδα μας.

Πολλοὶ σήμερα ἐξετάζουν τὰ θέματα αὐτὰ μὲ τὶς λεγόμενες «προοδευτικὲς» ἀντιλήψεις. Κατ᾿ αὐτὲς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποκλείεται ἡ ἄλλη γνώμη, ἡ διαφορεκὴ ἀντίληψις.

Βεβαίως πολλοὶ σέ αὐτὴ τὴν ἐναντίον μας κατηγορία συνάπτουν καὶ ἄλλες κατηγορίες βαρύτατες καὶ ὑβριστικές, γιὰ νὰ κάμψουν τὴν ἀντίστασί μας καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὴν ποιμαντικὴ στρατηγικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία δρᾶ γιὰ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἐπιλέγη τὴν πίστι του ἐλεύθερα καὶ ὄχι ὑπὸ τὸ κράτος μεθοδεύσεων.

β. Παραλλήλως πρὸς τὴν ἀνωτέρω τακτικὴ ἔχει τεθεῖ καὶ τὸ ἕτερο σύνθημα· «σὲ μιὰ μίαν πολυπολιτισμικὴ κοινωνία ὅλοι εἴμαστε ἴσοι - ὅλοι διαφορετικοί». ᾿Ισχύει τὸ «τί ἐμοὶ καὶ σοί». Δηλαδὴ ποιὰ διαφορὰ ὑπάρχει ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ. Μὲ τὴν ἀντίληψι αὐτή οἱ πάντες τίθενται στὴν αὐτὴ θέσι καὶ ἡ Πολιτεία ἔναντι πάντων κρατεῖ ἴσες ἀποστάσεις.

῾Η ἰσοπεδωτικὴ αὐτὴ νοοτροπία καλλιεργεῖται καὶ ἐπιστρατεύεται γιὰ νὰ μειωθῆ ἡ θέσις, ἡ λάμψις τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας ὡς «στύλου καὶ ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας» (Α´ Τιμ. γ´ 15).

Τὰ πράγματα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. ῾Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία στὴν ῾Ελλάδα δὲν εἶναι μία ἀπό τὶς πολλὲς «ἐκκλησίες» ἢ «ἰδεολογίες», οἱ ὁποῖες κυκλοφοροῦν στὴν πλουραλιστικὴ κοινωνία μας, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ θρησκεία τῆς πλειονότητος τῶν ῾Ελλήνων. Εἶναι ἡ «γεννήσασα καὶ τιθηνήσασα» τὸ γένος τῶν ῾Ελλήνων. ῾Ως ἐκ τούτου ἔχει συναφθεῖ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ γένους σχέσις ἰδιαίτερη καὶ μοναδική· μητέρας-τέκνου. Αὐτὴ ἡ σχέσις παράγει συνέπειες, οἱ ὁποῖες κάνουν τὴν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία νὰ διακρίνεται στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ Πολιτεία. Αὐτὲς οἱ σχέσεις διαπερνοῦν ὅλες τὶς κοινωνικὲς δομὲς καὶ ἐκφάνσεις. ᾿Επιδροῦν καὶ ἐπηρεάζουν τὸ σύγχρονο γίγνεσθαι τοῦ ῾Ελληνισμοῦ.

Βεβαίως δὲν ἀγνοοῦμε, ὅτι πολλοὶ δὲν ἀσπάζονται αὐτὴ τὴν ἄποψι. ᾿Εμεῖς ὅμως μποροῦμε νὰ ἐπιχειρηματολογήσουμε ὑπὲρ αὐτῆς καὶ νὰ ἀποδείξουμε τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.

Σὲ ἄλλες κοινωνίες τὰ πράγματα ἀσφαλῶς ἤ ἐνδεχομένως νὰ εἶναι διαφορετικά. Σεβόμαστε τὴν παράδοσι καὶ τὴν ἱστορία τοῦ καθενός. Δὲν ἀπεμπολοῦμε ὅμως καὶ τὴν δική μας ἱστορία καὶ παράδοσι. Παραλλήλως διευρινίζουμε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ μεταφέρωνται τὰ δεδομένα ἄλλων κοινωνιῶν καὶ ὅσα συμβαίνουν σ᾿ αὐτὲς στὴν ἰδική μας περίπτωσι καὶ μὲ βάσι αὐτὰ νὰ ἐπιχειρῆται νὰ ἐγκαθιδρυθῆ μία νέα σχέσι τῶν ῾Ελλήνων μὲ τὴν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία. Αὐτὴ τὴ νοοτροπία τὴν εἴδαμε νὰ στηρίζη διάφορες ἀπαιτήσεις, στὴν ἐπελθοῦσα ἀναθεώρησι τοῦ ῾Ελληνικοῦ Συντάγματος, καὶ στὴν ἀπόπειρα μεταβολῆς τῆς μορφῆς καὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στὰ Γυμνάσια-Λύκεια, ὅπου ἐπιχειρήθηκε τὸ μάθημα νὰ μετατραπῆ ἀπὸ «κατηχητικό» σὲ «θρησκειολογικό».

γ. Στὶς κατὰ τῆς ποιμαντικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας μεθοδεύσεις τῶν νεοφανῶν αἱρέσεων ἀνήκουν· ῾Η «ἐκστρατεία μηνύσεων», ἡ κατασυκοφάντησι τῶν ποιμένων, τῶν προσώπων ποὺ ἀσκοῦν τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐλπίδος, ἡ ἀπειλὴ κατ᾿ αὐτῶν καὶ ἄλλες, ὅπως π. χ. ἡ χλεύη καὶ ὁ διασυρμός.

δ. ῞Ενα ἄλλο σύνθημα κατὰ τῆς ποιμαντικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας-ἐνορίας εἶναι· «῎Οχι στὸν ἀποκλεισμό». Οἱ ἡγεσίες τῶν νεοφανῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ἀποκρύπτουν τοὺς ἀληθινοὺς στόχους τους, προκειμένου νὰ στρατολογήσουν ὁπαδοὺς καὶ νὰ δραστηριοποιηθοῦν σὲ κάποιο χῶρο, ἐπικαλοῦνται αὐτὸ τὸ σύνθημα μὲ δόλο καὶ πονηρία. ᾿Ενῶ τὸ σύνθημα χρησιμοποιεῖται καὶ ἀναφέρεται σὲ ἰδεολογικὸ πεδίο, οἱ ἡγεσίες τῶν ὁμάδων αὐτῶν τὸ χρησιμοποιοῦν μὲ τὴν μέθοδο τῆς ἀντίστροφης ἠθικῆς.

Τὸ σύνθημα εἶναι σωστὸ μὲ τὴν μορφή «ὄχι, στὸν ἀποκλεισμό» οὐδεμιᾶς πίστεως, ἐφόσον εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

«Ναὶ, στὸν ἀποκλεισμὸ» τῶν ἐμπόρων τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων καὶ ὁραμάτων.

«Ναὶ, στὸν ἀποκλεισμὸ» τῶν ἀπατεώνων καὶ ἐπικινδύνων.

Αὐτοὶ χρησιμοποιώντας τὸ σύνθημα ἐννοοῦν αὐτὰ, ποὺ ἐμεῖς δὲν ἐννοοῦμε.
3. ῾Ο σκοπός.

῾Ως σκοπὸ τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μας, καὶ μάλιστα στὸ συγκεκριμένο τομέα, ἔχουμε τὴν «ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων» καὶ τὴν προστασία τῶν λογικῶν προβάτων.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν «ἀπολογητικόν του περὶ τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς» ἐπικαλεῖται τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, τοῦ Προφήτου ᾿Ιεζεκιήλ, γιὰ τοὺς κακοὺς καὶ ἀνάξιους ποιμένες, οἱ ὁποῖοι «δὲν ἐπαναφέρουν πίσω αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει πλανηθεῖ, οὔτε ἀναζητοῦν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔχει χαθεῖ, δὲν διαφυλάσσουν τὸ ἰσχυρόν» (Ε.Π.Ε. τ. 1, σελ. 158, § 1).

῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του ἐξομολογεῖται, «οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (᾿Ιωάν. ιζ´ 12).

Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω ὁ ποιμὴν ὀφείλει νὰ διαφυλάξη τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ τὶς προφυλάξη.

Γι᾿ αὐτὸ, ὁ σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας του

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ·

α) Νὰ ταπεινώση καὶ νὰ ἐξουθενώση τὸν πλανεμένο ἄνθρωπο. Πολὺ περισσότερο νὰ ἐκδικηθῆ καὶ νὰ τιμωρήση.

β) ῾Η καύχησις καὶ ὁ πανηγυρισμός.

Μὲ τὴν στάσι μας ἀποστρεφόμαστε τὴν κακοδοξία, ἀλλὰ συμπαθοῦμε τὸν πλανεμένο.

Προσπαθοῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ πλανεμένου, οἱ ὁποῖες οὐσιαστικὰ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῶν αἰτημάτων του.

῾Ο στῦλος τῆς ᾿Ορθοδοξίας ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ἀκολουθώντας αὐτὴ τὴν παράδοσι καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν αἱρετικὸν ὑπενθυμίζει· «Φιλάνθρωπος γὰρ ἡ ἀλήθεια (οὖσα) κράζει διαπαντός» καὶ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. (Κατὰ ᾿Αρειανῶν Γ´, § 67, Ε.Π.Ε. τ. 3, σ. 199).

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸν «περὶ ᾿Ακαταλήπτου Γ´» λόγο του προσδιορίζει τὸν σκοπό τοῦ πνευματικοῦ κόπου του καὶ ἀγῶνος κατὰ τῶν αἱρετικῶν· «῾Υπὲρ γὰρ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Θεοῦ) καὶ τῆς αὐτοῦ δόξης ἅπας ἡμῖν ὁ πόνος (ὁ κόπος), μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας» (Ε.Π.Ε. τ. 35, § 1, σ. 80).
4. ῾Ο τρόπος - τὰ μέσα τοῦ ἐνοριακοῦ προγράμματος γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων.

῾Η ἐνορία «στὴν ὀρθόδοξη πραγματικότητα εἶναι ἡ μικρότερη ἑνότητα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ· «᾿Ενορία· ῾Ο Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν”. ᾿Εκδόσεις “᾿Αποστολικῆς Διακονίας” 1990, σελ. 9). «῾Ο πιστός ζεῖ τό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας στὴ ζωή καί στήν πράξι τῆς ἐνορίας του, μέσα στήν ὁποία ἁγιαζόμενος, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του πραγματοποιώντας συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξί του, τήν ἐκκλησιαστικότητά του» (ὅπου ἀνωτέρω).

Στὴν ἐνορία φυλάσσεται καὶ ὑπάρχει τὸ «Μυστήριο τῆς πίστεως» (Α´ Τιμ. γ´ 9). ῾Ο πιστὸς προσέρχεται καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν ῾Αγία Τράπεζα καὶ τὸν ῾Ιερὸ ῎Αμβωνα, γιὰ νὰ αὐξηθῆ ἡ πνευματική του ζωή καὶ νὰ φθάση εἰς «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. δ´ 13).

῾Η ἐνορία καὶ ἰδιαιτέρως ὁ ὑπεύθυνος ποιμένας θὰ σχεδιάση καὶ θὰ ἐφαρμόση τὸ πρόγραμμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς ἀπειλῆς τῶν αἱρέσεων. ῞Ενα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει νὰ περιλαμβάνη, σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχουμε ἀποκομίσει μέχρι σήμερα καὶ τὴ μελέτη τῶν δεδομένων, τὰ ἑξῆς·

α. Μελέτη τῶν δεδομένων.

῾Ο ποιμένας στὴν ἐνορία του πρέπει νὰ εἶναι ἐνημερωμένος καὶ νὰ γνωρίζη μὲ ἀκρίβεια τὸ σκηνικὸ τῶν νεοφανῶν αἱρέσεων στὸ χῶρο του.

Στὴ σύγχρονη πραγματικότητα πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει ἀπὸ τὰ ἰσχύοντα κατὰ τὸ παρελθόν.

᾿Ενεφανίσθησαν οἱ παλαιὲς αἱρέσεις μὲ νέες μορφές, μὲ νέα μέθοδο δράσεως, μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ καὶ γνωρίσματα.

᾿Ενεφανίστηκαν καὶ νέες αἱρέσεις. Νέα προβληματική. Σύγχρονες μεθοδεύσεις. Νέα θεματολογία. Νέα συνταγὴ καὶ πρότασις.

῎Εχουμε νέα προβλήματα νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ νέες δυνατότητες.

Γιά ὅλα αὐτὰ ὁ ποιμένας θὰ πρέπει νὰ γνωρίζη, τὶ συμβαίνει στὸ χῶρο του καὶ νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ ἀξιολογῆ τὰ δεδομένα ποὺ θὰ προκύψουν σὲ κάθε περίπτωσι.

Πῶς εἶναι δυνατόν νὰ ὀργανωθῆ αὐτὴ ἡ μελέτη; ᾿Ιδού·

Ι. ῾Ο ὑπεύθυνος ποιμένας νὰ εἶναι ἐνημερωμένος καὶ κατατοπισμένος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ προσωπική του εὐθύνη καὶ πρωτοβουλία. Μελέτη καὶ ἐνημέρωσι.
ΙΙ. Πρέπει νὰ διαθέτη μιὰ στοιχειώδη βιβλιοθήκη γιὰ τὰ θέματα αὐτά. ῾Υπάρχουν βιβλία, ἄς τὰ προμηθευθοῦμε καὶ ἂς τὰ μελετήσουμε.

ΙΙΙ. Δημιουργία ἀρχείου μὲ συλλογὴ ὑλικοῦ καὶ πληροφοριῶν. ῾Η μελέτη τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ θὰ μᾶς βοηθήση νὰ γνωρίσουμε τὴν «νέαν διδαχήν» καὶ τοὺς φορεῖς της. Στὰ συγγράμματα τῶν πατέρων θὰ εὕρωμε τὴν ἀναίρεσι τῶν παλαιῶν ἀλλὰ καὶ πολλῶν «νέων» αἱρέσεων.

ΙV. Συνεργασία μὲ ἄλλους ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιοῦνται γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα.

β. Προσφορὰ βοήθειας σὲ πρόσωπα καὶ οἰκογένειες ποὺ ἀντιμετωπίζουν προβλήματα. Μέριμνα ὑπὲρ τῶν πλανεμένων - Φροντίδα γιὰ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς κάθε περιπτώσεως

῾Η ἐνοριακὴ ἀγκάλη θὰ πρέπει νὰ συμπεριλάβη καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κινδυνεύουν.

Τὸ πρόγραμμα δράσεως ἀπαιτεῖ·

1. σωστὴ ποιμαντικὴ στρατηγικὴ καὶ

2. ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους συνεργάτες.

Τὸ πῶς θά δράσουμε τὸ περιγράφει ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Αντώνιος ᾿Αλεβιζόπουλος στὸ ἔργο του· «᾿Αντιμετώπισις τῶν αἱρέσεων· Προβληματικὴ καὶ Στρατηγικὴ ‘Διάλογος’ ἀριθμ. 18, σελ. 218 - 271).

γ. Τὰ βασικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς εἶναι·

1. ῾Η ᾿Ορθὴ διάγνωσις.

Νὰ γνωρίζουμε μὲ ἀκρίβεια τὸ πραγματικὸ πρόβλημα τοῦ πλανεμένου.

2. ῾Ο Σκοπὸς τῆς πρώτης ἐπαφῆς.

Νὰ συμπαρασταθοῦμε σ᾿ αὐτὸν καὶ ὄχι νὰ στραφοῦμε ἐναντίον του.

3. ῾Ο ᾿Απαραίτητος διαχωρισμός.

Νὰ μὴν ταυτίζουμε τὸ θῦμα μὲ τὴν ὀργάνωσι.

4. ῾Η Βαθμιαία βοήθεια.

Κατάλληλος διάλογος· δὲν πρέπει νὰ ἐπιμένουμε σὲ θέματα, τὰ ὁποῖα θὰ ὁδηγήσουν τὸ συνομιλητή μας σὲ «αὐτόματη ἀντίδρασι» καὶ διακοπὴ τῆς συνομιλίας. ῎Ας ἐπιλέξουμε νὰ μεταδώσουμε πληροφορίες οἱ ὁποῖες θὰ προβληματίσουν.
5. ῾Η Παραδοχὴ τοῦ ἄλλου.

Βασικὴ προϋπόθεσι τοῦ σωστοῦ ποιμαντικοῦ διαλόγου εἶναι ἡ παραδοχὴ τοῦ ἄλλου· ὅ,τι κι ἂν πιστεύει, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἄποψι ποὺ ἔχει γιὰ μᾶς, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἀποτέλεσμα μεθοδεύσεων τῆς ὀργανώσεως στὴν ὁποία εἶναι ἐντεταγμένος.

6. Συνάντησις σὲ σημεῖο τοῦ ἄλλου. Σημεῖο ἐπαφῆς καὶ γέφυρα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν συνομιλητή μας.

᾿Αναζήτησι τοῦ πλανημένου καὶ κατανόησι τοῦ προσώπου, τῶν ἀναγκῶν του καὶ τῶν προβλημάτων του.

7. Νὰ ἀκοῦμε.

8. Νὰ δίδουμε ἀπαντήσεις.

9. Νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε ἀνακρίβειες καὶ ὕβρεις.

δ. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὴν σωστὴ ποιμαντικὴ στρατηγικὴ καὶ δράσι χρειαζόμαστε καὶ ἱκανοὺς καὶ ἔμπειρους συνεργάτες. Σ᾿ αὐτοὺς, ἀφοῦ τοὺς ἐκπαιδεύσουμε θὰ ἀναθέσουμε συγκεκριμένους τομεῖς αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας.

Κατωτέρω ἀναφέρονται τὰ προσόντα αὐτῶν τῶν συνεργατῶν. Μὲ βάσει αὐτὰ τὰ προσόντα θὰ ἐπιλεγοῦν ἢ θὰ ἐκπαιδευθοῦν. Τὰ δανείζομαι ἀπὸ τὸν ᾿Αλέξανδρο Κορακίδη καὶ τὸ ἔργο του «῾Η ἀπολογία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας», Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη ἀριθμ. 20, ᾿Εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991.

1. Πρέπει νὰ ἔχη θερμὴ καὶ ἀκράδαντη πίστι στὸ Θεὸ καὶ στὶς ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες θέλει νὰ διαδώση καὶ νὰ ὑπερασπισθῆ πρὸς κάθε κατεύθυνσι.

2. Νὰ ἔχη ζῆλο καὶ ἀφοσίωσι στὸ ἔργο του καὶ νὰ ἀντλῆ ἀπὸ τὴν πίστι του στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστὸ παρρησία καὶ θάρρος σὲ δύσκολες στιγμὲς, ὅταν ἐκτίθεται ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καὶ διατρέχη πολλοὺς καὶ διάφορους κινδύνους.

3. Νὰ διαθέτη τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ θεολογικὴ κατάρτισι καὶ πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἰδιαίτερη συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία.

4. Βαθειὰ πεποίθησι ὅτι ἂν προσφέρη ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ἴσως νὰ γίνη κατάλληλο ὄργανο τῆς θείας Χάριτος.

5. Νὰ εἶναι ἔντιμος καὶ εἰλικρινὴς στὴν ἀντιμετώπισι τῆς πλήρους ἀντιρρήσεως τῶν ἀντιφρονούντων, χωρὶς ἀπόκρυψι, μείωσι καὶ παραχάραξι τῶν θέσεων καὶ ἐπιχειρημάτων τους. ᾿Επίσης νὰ σέβεται καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιοςτὶς ἰδιότητες καὶ τὰ ἀξιώματα τῶν ἀντιπάλων του.

6. Νὰ μὴν ἀρνῆται καὶ νὰ μὴν ἀποκρύπτη στοιχεῖα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τὰ ὁποῖα περιφρονοῦν οἱ κοσμικοὶ, ἀλλὰ νὰ μπορῆ νὰ ὑπερασπίζεται ἀποκαλυπτικὰ καὶ θαυμαστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα μᾶς διασώζει ἡ ἱερὰ παράδοσις.
7. Νὰ ἔχη ταπείνωσι, πραότητα, σεμνότητα καὶ ἀγάπη, χωρὶς ὑπαινιγμοὺς καὶ εἰρωνεία ἢ περιφρόνησι τῶν ἀπόψεων τοῦ κάθε συνομιλητοῦ του.

8. Νὰ εἶναι διαλλακτικὸς στὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα τῶν ἄλλων θρησκειῶν, προσπαθώντας νὰ τὰ ἑρμηνεύη βαθύτερα μὲ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία.

9. Νὰ εἶναι διακριτικὸς πρὸς τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς, νὰ ἀποφεύγη τὴν ἄγονη καὶ ἀτελείωτη διαμάχη, ἄν δὲν ὑπάρχη λόγος προστασίας ψυχῶν, ποὺ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ αὐτό.

10. ᾿Οφείλει ὁ συνεργάτης μας νὰ γνωρίζη, ὅτι ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς λεγόμενους «ἄθεους» καὶ δὲν ἐπιδιώκει νὰ «ἀποδείξη» τὶς ἀλήθειες της καὶ νὰ τοὺς «πείση».

ε. Αὔξησις καὶ τελείωσις τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

῎Αλλος ἄξωνας τῆς ποιμαντικῆς στρατηγικῆς μας εἶναι ἡ ἀνάπτυξις προγραμμάτων, ὥστε ἡ ἐνοριακὴ ζωὴ καὶ δρᾶσις νὰ βοηθῆ τοὺς πιστοὺς νὰ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ζωή.

Τὸ πρότυπο ὀργανώσεως τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς τὸ συναντᾶμε στὶς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπου περιγράφεται ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Σύμφωνα μ᾿ αὐτὴ τὴν παράδοσι ἡ ἐνοριακὴ ζωὴ ἀναπτύσσεται σὲ τρεῖς τομεῖς·

1. Λειτουργικὴ καὶ Λατρευτικὴ ζωὴ μὲ κέντρο τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
2. Μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ οἰκοδομὴ στὴν πίστι τῆς ᾿Εκκλησίας.

3. ᾿Εμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος καὶ κοινωνίας τῶν ἀδελφῶν.

Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα θὰ ἀνακόψουν τὴν προέλασι τῶν αἱρέσεων καὶ θὰ ἐλευθερώσουν ὅσους ἀδελφούς μας ἔχουν παγιδευθῆ χαρίζοντάς τους τὴν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐλευθερία καὶ σωτηρία.

῾Η ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν·

«...ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ᾿Αποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς. ᾿Εγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ᾿Αποστόλων ἐγίνετο. Πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· καθ᾿ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντες τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ῾Ο δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πράξ. β´ 42-47).
5. ῾Οριοθέτησις τῆς ἐν Χριστῷ πίστεως.

᾿Επειδὴ οἱ πιστοὶ δέχονται ἐπιρροὲς ἀπὸ ἑτεροδιδασκάλους καὶ ἄλλα πνευματικὰ περιβάλλοντα, εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζουν τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν διακονία τοῦ λόγου καὶ τὴν οἰκοδομὴ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.

6. ῾Η στάσις τῶν ᾿Ορθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.

Αὐτὴ καθορίζεται ἀπὸ τὸ τρίπτυχο·

α.- ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ἀπέναντι στὴν αἵρεσι.

Διακρίνουμε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ τοὺς αἱρεσιάρχες. ᾿Αποστρεφόμεθα τὶς πλάνες καὶ τὰ ψεύδη τῶν ὁμάδων αὐτῶν.

῎Εναντι τῶν πλανωμένων ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε συμπαθεῖς.

β. ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν δοξασιῶν τους. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ αὐτὸ ἀπαιτεῖται εἰδικὴ ἐκπαίδευσι καὶ μελέτη τῶν δεδομένων.

γ. ΕΛΕΓΧΟΣ τῶν αἱρετικῶν μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων καὶ ὄχι τὴν καταδίκη τους.

7. ῾Οδηγίες πρὸς τοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν καὶ νὰ ἀποφύγουν τοὺς αἱρετικούς.

Οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ παρασύρωνται ἀπὸ τοὺς πλανεμένους σὲ ἀτελέσφορες συζητήσεις, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχουν καταρτισθεῖ καταλλήλως ἐνῶ οἱ συνομιλητές τους εἶναι ἐκπαιδευμένοι σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο. Πρέπει νὰ ἀρνοῦνται εὐγενικὰ κάθε συζήτησι.

8. ῾Η ὀργάνωσις τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος στὴν ἐνορία.

῾Η ὀργάνωσις τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος στὴν ἐνορία πρέπει νὰ περιλαμβάνη τὰ ἑξῆς στάδια·

α ᾿Ενημέρωσι τῶν ᾿Εφημερίων ἐπὶ τῶν αἱρέσεων.

β. Καταρτισμὸ καὶ ἀξιοποίησις στελεχῶν.

γ ᾿Επαγρύπνησι γιὰ τὴν δραστηριότητα αἱρετικῶν στὴν ἐνορία.

δ. Διανομὴ φυλλαδίων

ε. ᾿Επισκέψεις καὶ διάλογο μὲ τοὺς πλανημένους.

ς. ᾿Επανένταξι αὐτῶν ποὺ ἐπιστρέφουν στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στὴ θέσι τοῦ ᾿Επιλόγου ἔθεσα ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ ἐκ τοῦ «περὶ ᾿Ακαταλήπτου» δευτέρου λόγου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μὲ πρακτικὲς συμβουλὲς γιὰ τὴν διαχείρησι τέτοιων περιστατικῶν (Ε.Π.Ε. τ. 35 § 7, σελ. 75-77).

«Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ προσπαθεῖτε ὅσο μπορεῖτε νὰ τοὺς θεραπεύετε, συζητώντας μαζί τους μὲ καλωσύνη καὶ ἐπιείκεια, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε μὲ ἐκείνους ποὺ προσβλήθηκαν ἀπὸ διανοητικὴ ἀσθένεια καὶ παραφέρονται· καθόσον αὐτοὶ ἀπὸ παραφροσύνη γέννησαν τὴ θεωρία αὐτὴ καὶ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀνοησία· τὰ φλογισμένα ὅμως τραύματα δὲν ἀνέχονται οὔτε χέρι νὰ τὰ ἀγγίξη, οὔτε ὑποφέρουν τὴ δυνατὴ πίεσι. Γι᾿ αὐτὸ οἱ σοφοὶ γιατροὶ χρησιμοποιοῦν μαλακὸ σφουγγάρι γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν πληγῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους. ᾿Επειδὴ λοιπὸν καὶ στὴν ψυχὴ αὐτῶν ὑπάρχει φλογισμένη πληγὴ, ὅπως ἀκριβῶς, χρησιμοποιώντας μαλακὸ σφουγγάρι, καθαρίζουμε τὴν πληγὴ μὲ καθαρὸ καὶ πόσιμο νερό, ἔτσι ἂς προσπαθοῦμε νὰ περιορίσουμε τὴν ἀλαζονεία αὐτῶν καὶ νὰ καθαρίζουμε τὸν ὄγκο τους, χρησιμοποιώντας μὲ καλωσύνη ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε μέχρι τώρα. Καὶ εἴτε σὲ βρίζουν, εἴτε σὲ κλωτσοῦν, εἴτε σὲ φτύνουν, εἴτε σοῦ κάνουν ὅ,τιδήποτε παρόμοιο, νὰ μὴν ἐγκαταλείπης, τὴ θεραπεία. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ θεραπεύουν ἄνθρωπο παράφρονα εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ὑπομένουν πολλὰ παρόμοια· παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν πρέπει νὰ παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν προσπάθειά τους, ἀλλ᾿ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὰ πρέπει βέβαια νὰ τοὺς κακοτυχίζουμε καὶ νὰ δακρύζουμε γι᾿ αὐτούς, διότι εἶναι τέτοιο τὸ εἶδος τῆς ἀσθένειας ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσβλήθηκαν.

Αὐτὰ τὰ λέγω γιὰ τοὺς ἰσχυρότερους καὶ ἀνεπηρέαστους, καὶ ποὺ μποροῦν νὰ μὴν ὑποστοῦν καμία βλάβη ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μαζί τους· διότι, ἐὰν κάποιος εἶναι ἀσθενέστερος ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἂς ἀποφεύγει τὶς συναναστροφὲς μ᾿ αὐτούς, ἂς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς συγκεντρώσεις τους, ὥστε νὰ μὴ γίνη ἡ αἰτία τῆς φιλίας, ἀφορμὴ ἀσέβειας. Τὸ ἴδιο κάμνει καὶ ὁ Παῦλος· ὁ ἴδιος συναναστρέφεται τοὺς ἀσθενεῖς καὶ λέγει, «῎Εγινα στοὺς ᾿Ιουδαίους σὰν ᾿Ιουδαῖος, καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο σὰν νὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο», ἐνῶ τοὺς μαθητὲς ποὺ ἦσαν ἀσθενέστεροι ὡς πρὸς τὴν πίστι τοὺς ἀποτρέπει ἀπὸ τὶς τέτοιου εἴδους συναναστροφές, συμβουλεύοντας αὐτοὺς καὶ διδάσκοντάς τους τὰ ἑξῆς· «Οἱ κακὲς συναναστροφὲς καταστρέφουν τὰ καλὰ ἤθη» καὶ πάλι· «Φύγετε ἀνάμεσα ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀπομακρυνθεῖτε, λέγει ὁ Κύριος». Διότι ὁ μὲν γιατρός, ἂν ἔρθει πρὸς τὸν ἀσθενή, πολλὲς φορὲς ὠφελεῖ καὶ ἐκεῖνον καὶ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ ἀσθενέστερος, συναναστρεφόμενος μὲ τοὺς ἀσθενεῖς, καὶ τὸν ἑαυτό του βλάπτει καὶ τὸν ἀσθενή· διότι καὶ ἐκεῖνον δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ὠφελήσει καθόλου, καὶ ὁ ἴδιος ἀποκομίζει μεγάλη βλάβη ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Καὶ ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ κοιτάζουν ὅσους πάσχουν ἀπὸ ἀσθένεια τῶν ματιῶν, παίρνοντας κάτι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτή, αὐτὸ παθαίνουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ συναναστρέφονται αὐτοὺς τοὺς βλάσφημους, ἂν εἶναι ἀσθενέστεροι, παίρνουν μεγάλο μέρος τῆς ἀσέβειάς τους.

Γιὰ νὰ μὴν προξενήσουμε λοιπὸν μεγάλη βλάβη στὸν ἑαυτό μας, ἂς ἀποφεύγουμε τὶς παρέες αὐτῶν, καὶ μόνο ἂς προσευχώμαστε καὶ ἂς παρακαλοῦμε τὸν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ῾Οποῖος θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, νὰ τοὺς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν παγίδα τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ τοὺς ἐπαναφέρη στὸ φῶς τῆς γνώσεως, στὸν Θεὸ δηλαδὴ καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στὸν ῾Οποῖο μαζὶ μὲ τὸ ζωοποιὸ καὶ πανάγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

῎Εργα Πατέρων·

— ᾿Αθανασίου τοῦ Μεγάλου

«Λόγοι κατὰ ᾿Αρειανῶν Α´, Β´, Γ´», ΕΠΕ 2, 3 Θεσσαλονίκη.

— Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

«᾿Απολογητικὸς περὶ τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς», ΕΠΕ 1 Θεσσαλονίκη

— ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

«Λόγος περὶ ᾿Ακαταλήπτου Β´, Γ´», ΕΠΕ 35 Θεσσαλονίκη.

Λοιπά·

— Πρωτοπρεσβυτέρου ᾿Αντωνίου ᾿Αλεβιζοπούλου

«᾿Αντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων, Προβληματικὴ καὶ Στρατηγική» ᾿Εκδόσεις «Διάλογος», ᾿Αθήνα 1996.

— Βαρβάρας Καλογεροπούλου - Μεταλληνοῦ

«῾Η αἵρεση καὶ ἡ ἀντιμετώπισή της» εἰς «Κοινωνίαν» τεῦχος 2/1987 σελ. 183-202 ᾿Αθῆναι.

— ᾿Αλεξάνδρου Κορακίδη

«῾Η ἀπολογία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας» Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη ἀρ. 20, ᾿Εκδόσεις «Πουρναρᾶ» Θεσσαλονίκη 1991.

— Διονύση Μαγελιβέρα

«Οἱ πόλεμοι τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡ δυναμικὴ θέση τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἰς «Κοινωνικὲς Τομές» τεύχη 71, 72/1996.

— Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ·

«ΕΝΟΡΙΑ· ῾Ο Χριστὸς ἐν τῷ μέσω ἡμῶν», ᾿Εκδόσεις «᾿Αποστολικῆς Διακονίας» ᾿Αθήνα 1990.

— Συλλογικὸς τόμος «ΕΝΟΡΙΑ»· πρὸς μία νέα ἀνακάλυψή της», Σειρὰ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ» ἀριθμ. 37, ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ».

— Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη

α. ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ΑΘΗΝΑΙ 1986.

β. ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ· ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙ» ΑΘΗΝΑΙ 1988.

γ. «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΣΤΟ ΙΣΛΑΜ» ΑΘΗΝΑΙ 1991.

δ. ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ» ΑΘΗΝΑΙ 1992

ε. «ΑΝΑΡΜΟΣΤΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ» ΑΘΗΝΑΙ 1994.

στ. «ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΚΑΙΪΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ» ΑΘΗΝΑΙ 1995.