logo


dogma.4

 

image002

1. Ὁ κατ᾿ ἐξοχήν θεολογικός τίτλος πού ἀποδίδει τή θέση τῆς περίσεμνης Κόρης στό θεῖο λυτρωτικό μυστήριο καί συνοψίζει ἄριστα τήν οὐσία τοῦ ὅλου χριστολογικοῦ δόγματος, εἶναι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», πού ἀποδόθηκε πολύ νωρίς στήν Παρθένο καί κυρώθηκε ἐπίσημα στήν Τρίτη ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο (431 μ. Χ.). Στήν ἐπίσημη διατύπωση τοῦ δόγματος ὁδηγήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή χριστολογική κακοδοξία τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Νεστόριος ξεκινοῦσε ἀπό τή φιλοσοφική ἀρχή, πού τότε γνώριζε καθολική ἀποδοχή, ὅτι δέν ὑπάρχει φύση ἀπρόσωπη. Ἔτσι στίς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἀπέδιδε δύο καί τέλεια πρόσωπα, θεῖο καί


ἀνθρώπινο, διαιρώντας τό ἕνα Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἰς δύο ξεχωριστά πρόσωπα φυσικά, ἀνεξάρτητα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, τά ὁποῖα πάλιν συνένωνε ἐντελῶς ἐξωτερικά καί μηχανικά, σέ ἕνα ἠθικό πρόσωπο τῆς ἑνώσεως, ὅπως τό ἀποκαλοῦσε, διαιρώντας ἔτσι τόν ἕνα Χριστό σέ δύο ἐπί μέρους Υἱούς, στούς ὁποίους καί ἀπέδιδε ξεχωριστή στόν καθένα τιμή καί προσκύνηση. Ἀποκαλοῦσε δέ τήν Παρθένο, ἐπειδή ἐγέννησε τόν ἄνθρωπο Χριστό, Χριστοτόκον, ἀποκρούοντας ἔντονα τόν ὅρο Θεοτόκος, τόν ὁποῖον εἶχε καθιερώσει ἡ Καθολική Ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψή του, γιά νά γεννήσει ἡ Μαρία τόν Θεό, ἔπρεπε νά ἦταν καί αὐτή Θεά, διότι μόνο τό ὅμοιο μπορεῖ νά γεννήσει τό ὅμοιον. Ἐναντίον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου, πού ἀπειλοῦσε νά καταλύσει τό Χριστολογικό μυστήριο, καθώς καί τή δραστικότητα τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐκινήθη δραστήρια ἡ Ἐκκλησία, μέ προεξάρχοντα τόν διαπρεπῆ θεολόγο καί ἱεράρχη της Κύριλλον Ἀλεξανδρείας. Ἡ Παρθένος μπορεῖ βέβαια νά ὀνομαστεῖ καί χριστοτόκος, ἐπειδή ἐγέννησε τόν Χριστόν. Ἐπειδή ὅμως «ἐπ᾿ ἀναιρέσει τῆς Θεοτόκου φωνῆς ὁ θεήλατος αἱρετικός Νεστόριος ταύτην κατεχρήσατο, οὐ Χριστοτόκον, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κρείττονος αὐτήν Θεοτόκον κατονομάζομεν».

2. Ὁ ὅρος Θεοτόκος εἰσάγει ἄμεσα στήν καρδιά τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος· σημαίνει δέ τήν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ἀπό τήν Παρθένο Μαρία δέν προῆλθε ἄνθρωπος «ψιλός» (=σκέτος, ἁπλός), στόν ὁποῖον κατοικοῦσε ἠθικῶς ὁ Θεός, δηλαδή «χάριτι καί εὐδοκίᾳ», ὅπως ἐδίδασκε ὁ αἱρεσιάρχης. Ὁ Χριστός δέν ἦταν ἁπλῶς «θεοφόρος», ὅπως θεοφόροι καλοῦνται οἱ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι ἄνθρωποι· ἀλλ᾿ ἐκ τῆς Παρθένου προῆλθεν ὁ Θεός «ἐνανθρωπήσας καί σεσαρκωμένος», ἐγεννήθη πραγματικά ὁ ἀΐδιος Λόγος τοῦ


Πατρός. Μέ τή γέννησή του βέβαια ὁ Λόγος δέν ἦλθε γιά πρώτη φορά στό εἶναι. Ἡ γέννησή του ἀπό τήν Παρθένο ἦταν γέννηση «σαρκί». Δηλαδή ὁ Θεός γεννήθηκε μόνο κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του. Στόν Χριστό ὑπάρχει ἕνα μονάχα πρόσωπο ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο, στό ὁποῖον ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, ἡ φύση τοῦ Θεοῦ καί ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἕνωση τῶν φύσεων ἔγινεν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Δηλαδή ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού στήν Παρθένο Μαρία καταβλήθηκε, διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος Χριστός οὔτε γιά μιά στιγμή δέν βρέθηκε ἔξω ἀπό τό μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων. Δέν ἔζησε ὡς ἄνθρωπος ξεχωριστός καί αὐτόνομος, ὁ ὁποῖος προσλήφθηκε ἀργότερα ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἄν πράγματι συνέβαινε αὐτό, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ θ᾿ ἀποτελοῦσε, ἔστω καί γιά λίγο χρόνο, πρόσωπο ξεχωριστό καί ἰδιοπερίστατο, πρᾶγμα πού θά κατέλυε τή μία σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως γνωρίζουμε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου δέν ἦταν συμβεβηκός (ποιότητα φύσεως) ἤ κάτι ἀνυπόστατον (χωρίς πραγματική ὀντότητα), ἀλλ᾿ ἦτο «ἐνυπόστατον», δηλαδή φύση πλήρης καί ἀκέραιη, ἀπρόσωπη ὅμως καί χωρίς νά ὑπάρξει προηγουμένως καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλ᾿ ὑποστᾶσα μονάχα στό ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου (ἐξ ἄκρας συλλήψεως). Ἑπομένως ὁ Θεός (ὑπόσταση τοῦ Λόγου) ὡς ἀρρήκτως καί ἀδιαιρέτως ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσλήφθηκε ἀπό τή Μαρία, κυοφορήθηκε πραγματικά καί γεννήθηκε ἀπό τήν παρθενική σάρκα της. Ἡ γέννηση αὐτή δέν σημαίνει φυσικά, ὅτι ἡ Μαρία ἦταν Θεά, «ἵνα τό ὅμοιον αὐτῇ ἀποτέξη». Ἡ γέννηση τοῦ Λόγου, προϊόν τῆς ἀπείρου κενώσεως αὐτοῦ, ἦταν γέννηση κατά σάρκα, ὅπως καί ὁ θάνατός του δέν ἦταν θάνατος τῆς φύσει ἀπαθοῦς θεότητος, ἀλλά θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σαρκί. Συνεπῶς ἡ Μαρία, ὡς γεννήσασα Θεόν σεσαρκωμένον, εἶναι στήν κυριολεξία Μητέρα Θεοῦ, Θεοτόκος.

3. Ἡ Παρθένος Μαρία καλεῖται Θεοτόκος καί ἀπό μιά ἄλλη αἰτία, ὅτι δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση πού λήφθηκε ἀπ᾿ αὐτήν ἐθεώθη, δυνάμει τῆς ἑνώσεώς της μέ τή θεία φύση τοῦ Λόγου. Ἔτσι καλεῖται Θεοτόκος «οὐ μόνον διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου». Στή μήτρα τῆς Παρθένου ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἀπέκτησε «θέωσιν καί λόγωσιν καί ὑπερύψωσιν», λέγεται δέ «τεθεῶσθαι καί θεός γενέσθαι καί ὁμόθεος τῷ Λόγῳ». Ἡ θέωση αὐτή τοῦ προσλήμματος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων στή βάση τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἀντίδοση ἡ κυρίως λαμβάνουσα φύση εἶναι ἡ ἀνθρώπινη, ἐνῶ ἡ θεία εἶναι ἡ κυρίως μεταδίδουσα. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐξυψουμένη καί λαμπρυνομένη, πάντοτε βέβαια κατά τή φυσική της δεκτικότητα, θεοποιεῖται, χωρίς νά βγεῖ ἔξω ἀπό τό φυσικό της λόγο καί τή φυσική της ποιότητα. Ὅπως εἰπώθηκε, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων καί ἀντίστοιχα ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων εἶναι ἀσύγχυτη καί ἄτρεπτη. Στή θέωση κανένα ἴχνος πανθεϊστικῆς συγχύσεως καί ἀνακράσεως τῶν φύσεων δέν παρατηρεῖται. Ἑπομένως ἡ Παρθένος Μαρία καλεῖται Θεοτόκος, ἐπειδή γέννησε συγχρόνως καί τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ καί τόν ἄνθρωπον (ἑνιαίως), ὁ ὁποῖος ἐθεοποιήθη στήν ἀπερινόητη τῶν δύο φύσεων συνδρομή.

4. Τό χριστολογικό δόγμα τῆς Παρθένου καταστρέφουν καί οἱ ὑπόλοιπες χριστολογικές κακοδοξίες πού καταλύουν τήν πληρότητα, ἀκεραιότητα ἤ καί αὐτήν τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ κακοδοξία τοῦ Ἀπολιναρίου, ἐπισκόπου Λαοδικείας τῆς Συρίας, καί οἱ αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί Μονοθελητισμοῦ. Κατά τόν Ἀπολινάριο ὁ Λόγος δέν προσέλαβε πλήρη ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο σῶμα καί ἄλογη ψυχή (ἦταν τριχοτομιστής, δηλαδή δεχόταν στόν ἄνθρωπο τήν ὕπαρξη


 τριῶν συστατικῶν στοιχείων: λόγου, ψυχῆς καί σώματος). Τό λογικό στοιχεῖο πού ἀπουσίαζε τό ἀνεπλήρωσε τό πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ Ἀπολινάριος μέ τόν τρόπο αὐτό νόμιζε ὅτι ἔλυε τό χριστολογικό πρόβλημα (=ἕνα πρόσωπο σέ δύο φύσεις), στήν πραγματικότητα τό διαστρέβλωνε, καταστρέφοντας παράλληλα καί τή δραστικότητα τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Μονοφυσίτες ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέχονταν μία μονάχα φύση στόν Χριστό, τήν θεία.

 Ξεκινώντας καί αὐτοί ἀπό τή φιλοσοφική ἀρχή ὅτι δέν ὑπάρχει φύση ἀπρόσωπη, στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔθεταν καί μία φύση, τήν θείαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὡς ἀσθενέστερη, καταπόθηκε ἀπό τήν ἄπειρη θεία φύση καί ἐξαφανίστηκε, ὅπως ἐξαφανίζεται μία σταγόνα ὄξους πού ρίχνεται στή θάλασσα. Τέλος καί ὁ Μονοθελητισμός, μαζί μέ τό Μονοενεργητισμό, δεχόμενοι μία θέληση καί μίαν ἐνέργεια στόν Κύριο, τή θεία, φενάκιζαν μέ τή σειρά τους τό χριστολογικό μυστήριο, κατασκάπτοντας τίς χριστολογικές βάσεις τῆς πίστεως. Περιττό νά ἐπαναλάβουμε, ὅτι ὅλες αὐτές οἱ χριστολογικές κακοδοξίες, μαζί μέ τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, συγκατέλυαν καί τό δόγμα τῆς Θεοτόκου, ὡς ἀληθινῆς Μητέρας τοῦ ἐπί γῆς ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

5. Ἡ Θεοτόκος Μαρία τιμᾶται στήν ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ὡς Παρθένος ἁγνή, καί μάλιστα Παρθένος πρό τόκου, ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ἡ πρό τόκου παρθενία τῆς Θεόπαιδος εἶχε τήν ἔννοια τῆς πλήρους σωματικῆς ἁγνείας καί καθαρότητος. Ἐγκωμιάζοντας τούς Θεοπάτορες ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός παρατηρεῖ: «Εὐαρέστως Θεῷ καί ἀξίως τῆς ἐξ ὑμῶν τεχθείσης πολιτευσάμενοι, τό τῆς παρθενίας κειμήλιον προηγάγετε, τήν πρό τόκου παρθένον, καί ἐν τῷ τίκτειν παρθένον, καί μετά τόν τόκον παρθένον,


τήν μόνην καί νῷ καί ψυχῇ καί σώματι ἀειπαρθενεύουσαν». Ἡ ἐν τόκῳ παρθενία τῆς Θεομήτορος εἶχε τήν ἔννοια τῆς ἀφθόρου συλλήψεως καί γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, συλληφθείς στή θεοδόχο γαστέρα τῆς Μαρίας, ὑπερέβη κάθε ἔννοια φυσικῆς ἀνθρωπίνης συλλήψεως, ἡ ὁποία γίνεται διά τῆς γαμικῆς συνευρέσεως τῶν γονέων. Στή σύλληψη ὅμως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ φυσικοί νόμοι ἔμειναν ἀνενέργητοι. Ὁ Χριστός ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός» (στήν ἁγία Τριάδα ὡς Θεός) καί «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός». Αὐτό σημαίνει ὅτι στή «σωτήριον οἰκονομίαν», ὡς ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶχε μέν μητέρα φυσική τήν Μαρίαν, θυγατέρα τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας, χωρίς ὅμως νά ἔχει καί φυσικόν πατέρα. Ἐνῷ στή μεταφυσική Τριάδα ὁ Λόγος εἶχε μέν Πατέρα φυσικόν, τό πρῶτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀπό τό ὁποῖο γεννᾶται «ἀϊδίως καί ἀρρεύστως», ὄχι ὅμως καί μητέρα φυσική, πρᾶγμα ἀνάρμοστο στήν ἄϋλη καί ἀπαθῆ σχέση τῆς θεότητος. Στό πεδίο τῆς οἰκονομίας τήν ἀπουσία ἀνδρικῆς συμπράξεως στή σύλληψη τοῦ Λόγου ἀνεπλήρωσε ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία, ἐπισκιάσασα τή μήτρα τῆς Θεόπαιδος, ἔπηξε ἀπό τά ἁγνά της αἵματα τήν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Σωτῆρος. Ἡ σύλληψη ἑπομένως τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄϋλης ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος, ὑπῆρξεν ἄφθορη, δηλαδή δέν κατέλυσε τά σήμαντα τῆς παρθενίας τῆς Πανάγνου. Ἡ Θεοτόκος ἦταν «ἀπείρανδρος» καί «ἀπειρόγαμος». Ἡ μήτρα της ὑπῆρξε πνευματοχώρητη καί θεοχώρητη. Ἀλλά καί ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρξε στό αὐτό μέτρο γέννηση παρθενική, ὑπερβαίνουσα τήν τάξη καί τούς νόμους τῆς φυσικῆς γεννήσεως. Κάθε γέννηση ἀνθρώπου συντρίβει πλήρως καί καταστρέφει τήν παρθενία τῆς τεκούσης. Στή γέννηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄτεγκτος αὐτός νόμος ἔμεινεν ἐντελῶς ἀνενέργητος. Ἔτσι ἡ Μαρία, ὅπως παρθένος συνέλαβε, ἔτσι


καί παρθένος ἔτεκεν. Ὁ τεχθείς ἐξ αὐτῆς «τήν αὐτῆς παρθενίαν ἐφύλαξεν ἄτρωτον, μόνος διελθών δι᾿ αὐτῆς καί κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν». Ἡ θεόπαις Μαρία καί πρό τόκου καί ἐν τόκῳ παραμένει παρθενεύουσα. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ θαυμαστή γέννηση τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία ἦταν μέν γέννηση πραγματική (δέν ἦταν δηλαδή φαινομενική, κατά δόκησιν), συγχρόνως ὅμως ἦταν καί ὑπερφυής, ὑπέρ τούς νόμους καί τή φυσική τάξη συντελεσθεῖσα (ἀνώδυνη, παρθενική, ἐκ Πνεύματος ἁγίου). Τέλος, ἡ ἄχραντος Μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέμεινε καί μετά τόκον παρθένος, δηλαδή ἀειπάρθενος, «οὐδαμῶς ἀνδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα».

6. Ἡ παρθενία καί ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας ἀποτελοῦν θαῦμα μέγα τῆς παντοδύναμης θείας βουλῆς. Στό θαῦμα αὐτό περικλείεται ὁ εὐκλεέστερος τίτλος καί ἡ ἄφθιτη δόξα τῆς Παρθένου. Ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ἡ παρθενία τῆς Πανάγνου δέν εἶναι ἁπλό γεγονός βιολογικό. Ἔχει βαθύτερο νόημα, εἶναι γεγονός μυστηριακό καί σωτηριολογικό. Ἡ ἐξ αὐτῆς γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γέννηση νέα, ἀντιτιθέμενη στήν παλαιά γέννηση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἐνήδονη καί «ἐν φθορᾷ». Εἶναι γέννηση νέα, ὡς ἀπαρχή καί ρίζα μιᾶς νέας πνευματικῆς καί ἀνακαινισμένης τάξεως πραγμάτων. Ἐνῷ τῆς παλαιᾶς φυσικῆς γεννήσεως ἀρχηγός εἶναι ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος, ὡς γενάρχης, κληροδοτεῖ τή φθορά τῆς φύσεώς του (τό προπατορικό ἁμάρτημα) σέ ὅλους τούς ἐξ αὐτοῦ προερχομένους ἀνθρώπους, τῆς νέας γεννήσεως ἀρχηγός εἶναι ὁ δεύτερος καινός Ἀδάμ (ὁ Χριστός), ὁ ὁποῖος, γεννηθείς ἐκ Παρθένου, εἶναι ἡ μυστική ρίζα τῆς ἐξ αὐτοῦ καταγομένης νέας πνευματικῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ παλαιά ἁμαρτωλή γέννηση ἀνακόπτεται στό θαῦμα τῆς Παρθένου. Ὁ Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, τίποτε δέν φέρει ἀπό τήν παλαιότητα τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Εἶναι ἐκτός τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τοῦ καθολικοῦ μολυσμοῦ


τῆς φύσεως. Στήν ἄφθορη γέννηση σπάει ἡ παλαιά ἁμαρτωλή συνέχεια τῆς φύσεως. Ἡ μήτρα τῆς Παρθένου γίνεται ἡ ἀπαρχή μιᾶς νέας καθαρῆς καί ἄμωμης φύσεως, ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζουν τά ζωογόνα ρεῖθρα τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Σ᾿ αὐτήν ξηράνθηκαν τά μολυσμένα ὕδατα τῆς φθορᾶς, σφραγίστηκαν οἱ νοσογόνες στρόφιγγες τοῦ θανάτου. Ἀπό τήν παρθενική γαστέρα τῆς Μαρίας ἀναδύεται ἡ νέα παρθενική καί ἄχραντη κτίση, περιβεβλημένη τήν αἴγλη καί τή λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος! Σφραγίδα δέ καί ἐγγύηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαύματος εἶναι ἡ παρθενία  τῆς Ὑπερευλογημένης. Εἶναι τό σῆμα πού προοιμιάζει τό ἄπειρο θαῦμα τῆς διά τοῦ Υἱοῦ της ἀναμορφώσεως καί ἀναπλάσεως τῶν πάντων, τό προανάκρουσμα τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ καί τῆς καινῆς γῆς. Ἤδη ἡ ἴδια ἡ Παρθένος, τό ἱερόν τῆς χάριτος κειμήλιον, τό ἄγαλμα τό θεοειδές καί θεόμορφον, ἡ ἀστράφτουσα τήν καλλονήν τοῦ Πνεύματος Κόρη, ἡ μήτρα τῆς Ζωῆς καί τῆς ζωῆς, προβάλλει ὡς πνευματοχώρητη ἀπαρχή τοῦ νέου παρθενικοῦ θαύματος. Ἡ παρθενία της ἐκβάλλει στήν παρθενία τῆς νέας κτίσεως τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς παρθενίας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ προπομπός τῶν καθαρῶν καί παρθένων, πού σπεύδουν ὁλόχαροι στά ἄφθαρτα σκηνώματα τῆς Βασιλείας. Κάτω ἀπό τέτοιο πρῖσμα ἀτενίζει τό φωτοβόλο θαῦμα τῆς Παρθένου ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια, ἀφήνουσα τή μωρία σέ ὅσους διά τοῦ γυμνοῦ λόγου ἐξετάζουν τό ἄληπτο θαῦμα τῆς Πανάγνου!

7. Συνημμένες μέ τήν παρθενία καί ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου βρίσκονται ἡ ἁγιότητα καί ἡ σχετική ἀναμαρτησία της. Λέγομε σχετική, γιά νά τή διαστείλουμε ἀπό τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Υἱοῦ της. Ὁ Κύριος, ὡς συλληφθείς ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἦταν ἐλεύθερος ἀπό κάθε ἠθικό ρύπο, προερχόμενο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα.

Περαιτέρω, ἐπειδή στό ἑνιαῖο του πρόσωπο ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἀπρόσωπη (ὡς πρόσωπό της εἶχε τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου) καί τό φυσικό της θέλημα (γνωμικό δέν εἶχε) ἦταν θεωμένο «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», ὁ Κύριος δέν εἶχε κἄν τήν δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας. Δέν μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει. Αὐτό ἦταν ἀκολουθία τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Σέ σύγκριση μέ τήν ἀπόλυτη αὐτή ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου, ἡ ἁγιότητα καί ἡ ἀναμαρτησία τῆς Παρθένου εἶναι πάντοτε σχετικές. Πρωτίστως ἡ Μαρία  δέν ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἡ γέννησή της ἦταν γέννηση φυσική ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἱεσσαί. Ὡς θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Δαβίδ, δέν ἀποτελοῦσε ἐξαίρεση ἀπό τό γένος της. Τόσο ὡς πρός τή σύλληψη, ὅσο καί πρός τή γέννηση καί τό θάνατό της, βρισκόταν κάτω ἀπό «τάς πατρικάς εὐθύνας». Ὡς προϊόν τῆς γαμικῆς ἑνώσεως τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης, εἶχε ἀπό τή γῆ τή γέννησή της, κληρονομήσασα ἀπό τόν Ἀδάμ σῶμα ἐπίκηρο καί φθαρτό. Ἑπομένως ὡς πραγματική «ἀδελφή ἡμῶν» δέν ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖον ἔφερε, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ καταγόμενοι «ἐξ Ἀδάμ». Συνεπῶς καί ἡ Μαρία εἶχε ἀνάγκη ἐλευθερώσεως καί καθαρισμοῦ ἀπό τό ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως. Κατά τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, ἡ Παρθένος καθαρίστηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα κατά τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Υἱοῦ της: «Ταύτην ὁ Πατήρ μέν προώρισε, προφῆται δέ διά μέν τοῦ Πνεύματος ἁγίου προηγόρευσαν. Ἡ δέ τοῦ Πνεύματος ἁγιαστική δύναμις ἐπεφοίτησεν, ἐκάθηρέ τε καί ἡγίασε καί οἱονεί προήρδευσε».

Τό προπατορικόν ἁμάρτημα ὑπῆρχε στήν Παρθένο, δέν ἀμαύρωσε ὡστόσο τήν ἁγνότητα της. Βέβαια ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας πού προῆλθε ἀπό τήν ἀδαμική παράβαση, εἶναι καθολικός καί πανανθρώπινος. Κανένας υἱός γυναικός δέν


μπορεῖ νά ξεπεράσει τήν καθολική του ἐμβέλεια. Τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ κάλυψε ἀσφυκτικά ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ γενάρχη, τούς ὁποίους, ἐλευθέρωσε ὁ μόνος ἀναμάρτητος καί ἅγιος, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως συμβιβάζεται ἡ ἁγιότητα καί ἡ ἀναμαρτησία τῆς Παρθένου μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα πού ὑπῆρχε μέσα της;

Τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι φυσικά σοβαρό. Ἡ θεωρία τῆς ἀσπίλου συλλήψεως (Immaculata Conceptio) πού διατυπώθηκε στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία  ἐξαιρεῖ τή Θεοτόκο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἐγκαθιδρύοντας ἔτσι τήν πλήρη ἀναμαρτησία της καί ὑπεραπλουστεύει τό πρᾶγμα, ἀπορρίπτεται ἀσυζητητί ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ παρουσία ἐλαφρῶν προσωπικῶν ἁμαρτημάτων στήν Παναγία, ὅπως γίνεται ἀποδεκτό ἀπό ὁρισμένους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παρέχει μιά κάποια λύση στό δύσκολο αὐτό θεολογικό πρόβλημα. Ἄλλωστε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή προσανατολίζεται ὁ χαρακτηρισμός τῆς ἁγνότητος τῆς Παρθένου ὡς σχετικῆς, ὡς ἀναμαρτησίας δηλαδή πλάσματος εὑρισκομένου κάτω ἀπό τό νόμο τῆς καθολικῆς ἀρᾶς, καί σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος της. Ἴσως νά μή ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἀλήθεια, διατυπώνοντας ἁπλή γνώμη, ὅτι ἡ Θεοτόκος, καθαρθεῖσα ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα κατά τή στιγμή τῆς ἐπισκιάσεώς της ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ἐπεφοίτησε καί σ᾿ αὐτήν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε τό χάρισμα τῆς ἐφεξῆς πλήρους ἀπαλλαγῆς της ἀπό κάθε προσωπική ἁμαρτία.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ἁγιότητα τῆς Θεοτόκου γίνεται καθολικῶς ἀποδεκτή στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ὅπως δέ εἴδαμε, ἐξαίρεται λαμπρῶς καί στόν Ἀκάθιστο


Ὕμνο. Στήν εὐσέβεια τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Θεοτόκος Μαρία προσαγορεύεται ὡς Παναγία, ὡς τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ὡς «ὄντως ἁγνή μετά Θεόν ὑπέρ ἅπαντας». Ἡ ἁγιότητα τῆς Παρθένου εἶναι πάντοτε σύμμετρη πρός τή λυτρωτική οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ της. Ὡς Μητέρα Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἔπρεπε νά ἦτο ἄσπιλη καί ἄμωμη, τό δοχεῖο τό καθαρότατο καί ἁγιότατο, στό ὁποῖο θά κατοικοῦσε ὁ ἀρχηγός πάσης ἁγιότητος καί καθαρότητος. Ἄν δέ ἱερές προσωπικότητες τῆς Π. Διαθήκης ἦσαν ἁγιασμένες ἤδη «ἐν κοιλίᾳ μητρός αὐτῶν», πολύ  περισσότερο ἔπρεπε νά ἦταν ἁγιασμένη, «ἐκ κοιλίας μητρός αὐτῆς», ἡ μέλλουσα νά γίνει μητέρα Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Ὁ Θεός βλέποντας τήν ἀπαστράπτουσαν ὡραιότητα καί καλλονή τῆς Μαρίας τήν προώρισε στή θεία καί ἄρρητη Μητρότητα. Στό θαῦμα τῆς Παρθένου συνέκλιναν ὅλες οἱ προφητικές ρήσεις καί τά προφητικά ὁράματα. Ὅλες οἱ διαδοχικές ἐκλογές τοῦ Θεοῦ στήν Π. Διαθήκη (Νῶε, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Δαβίδ) κατέτειναν στή μία καί μόνη ἀνεπανάληπτη ἐκλογή, τήν ἐκλογή τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅταν δέ αὐτή εἰσῆλθε στό προσκήνιο τῆς ζωῆς, ἦταν ἤδη ἕτοιμη ἡ παστάδα στήν ὁποίαν ὁ Πλαστουργός μποροῦσε νά νυμφευθεῖ τήν ἄφθορη σάρκα του. Ἧταν ἕτοιμη ἡ Μητέρα, ἡ ὁποία θά ἔδιδε στόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τό αἷμα της, ἀπό τό ὁποῖον τό Πνεῦμα τό ἅγιο θά ἔκτιζε τήν ἀνθρώπινη φύση του. Ἡ παρουσία τῆς πάγκαλης Κόρης παρεῖχε τή δυνατότητα εἰσόδου στόν ἐπίκηρο αὐτό κόσμο τοῦ Ποιητοῦ τῶν ἁπάντων. Τό δοχεῖον ἑπομένως τῆς ἐκλογῆς ἔπρεπε νά ἦταν καθαρό καί ἄμωμο, κατά τι ὁμόλογο τοῦ ξενηθέντος εἰς αὐτό Λόγου.

Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ χαιρετίζοντας τήν Παρθένο στή Ναζαρέτ, τήν προσφώνησε ὡς «Κεχαριτωμένη». Ἦταν ἡ Κόρη ἡ πλήρης χαρίτων! Τό περίσεμνο ἄγαλμα τῶν ἀρετῶν, τό περίλαμπρο τῆς χάριτος ἐνδιαίτημα! Ἡ θεοαὐτή κατάσταση τῆς Μαρίας δέν ἦταν κατάσταση μηχανική καί παθητική, ὅπως θά ἐμφάνιζε τό πρᾶγμα ἡ θεωρία τῆς ἀσπίλου συλλήψεως. Ἡ Μαρία ὑπῆρξεν ἁγία μέ ὅλη τήν ἠθική τῆς λέξεως ἔννοια. Ἡ ἁγιότητά της ἦταν ἁγιότητα προσωπική, ἀπόρροια τῆς ἐλευθέρας της προαιρέσεως. Ἡ Μαρία ἦταν μία κατά φύσιν ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, ὅμως προαιρετικά δέν ἀκολουθοῦσε στή φθαρμένη προαίρεση τῆς φύσεως ἐκείνης. Ἡ κληρονομία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔμεινε σ᾿ αὐτήν ἀνενέργητη. Ἡ βούλησή της δέν συγκατατέθηκε ἐλεύθερα στήν ἐκ τῆς  ἁμαρτίας φθοράν. Ὁλόκληρη ἡ ὑπόστασή της ἦταν ἀφιερωμένη στόν Θεό. Ἀπό τρυφερῆς ἡλικίας εἰσαχθεῖσα στό ναό τοῦ Θεοῦ, ἀπέφυγε τήν ἐγκόσμιο ματαιότητα, φέρουσα μέσα της τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἐντρυφῶσα στήν ἄφθαρτη κοινωνία. Στό ναό ἡ Θεόπαις προέκοπτε σέ κάθε ἀρετή, ἑτοιμαζόμενη διά τό ὑπερφυές γεγονός τῆς θείας της μητρότητος: «Εἶτα ἐν τῷ οἴκῳ Θεοῦ φυτευθεῖσά τε καί πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι, ὡσεί ἐλαία κατάκαρπος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικῆς καί σαρκικῆς ἐπιθυμίας τόν νοῦν ἀποστήσασα καί οὕτω παρθένον τήν ψυχήν συντηρήσασα σύν τῷ σώματι, ὡς ἔπρεπε τόν Θεόν ἐγκόλπιον ὑποδέχεσθαι μέλλουσαν· ἅγιος γάρ ὤν, ἐν ἁγίοις ἀναπαύεται· οὕτω τοίνυν ἁγιωσύνην μετέρχεται καί ναός ἅγιος καί θαυμαστός τοῦ ὑψίστου ἀναδείκνυται ἄξιος».

8. Ἡ ἁγιότητα τῆς Μαρίας, λοιπόν, ἦταν ἁγιότητα προσωπική, ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης συνεργασίας της μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καμιά ἁγιότητα εἶναι νοητή ἔξω ἀπό τή θεανθρώπινη αὐτή συνέργεια. Ἀκόμη καί αὐτό τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὀφείλετο – καί στήν ἐλεύθερη σύμπραξη τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔγινε στό πρόσωπο τῆς σεπτῆς Θεομήτορος. Ὅταν ἡ θεόπαις Μαρία, ὑποκλίνασα τήν κεφαλήν εἶπε στόν ἄγγελον: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου», ἡ ἀνθρωπότητα συγκατετίθετο διά τῆς ἐκλεκτῆς Κόρης της στήν ἄρρητη βουλή τοῦ Θεοῦ. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία καμμιά χάρη δέν ἐνεργεῖ χωρίς τήν ἐλεύθερη σύμπραξη καί συνανάβαση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος «λογικός καί αὐτεξούσιος γενόμενος, ἐξουσίαν εἴληφεν ἀδιαλείπτως διά τῆς οἰκείας προαιρέσεως ἑνοῦσθαι τῷ Θεῷ». Ἄν περαιτέρω ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ προσμετρεῖται στόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητα καί τό μέτρο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀφοσιώσεώς του στόν Θεό, κατανοοῦμε τό βαθμό τῆς ἐν τῇ Παρθένῳ  ἐνοικήσεως τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία (Παρθένος) πέρα ἀπό κάθε ἄλλον ἀγάπησε τόν Κύριο καί ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἀνέθηκε τήν ὅλη της ὑπόσταση στήν ἀγάπηση Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀντηγάπησεν, ἐπιθυμήσας τοῦ ἐρασμίου κάλλους της, καί «ἐσκήνωσεν ἐν αὐτῇ», προελθών ἐξ αὐτῆς ὡραῖος, «Θεός ὁμοῦ τε καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός». Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μελετώμενη ἡ ἁγιότητα τῆς Παρθένου, ἀποκτᾶ μεγάλη ἀνθρωπολογική σημασία. Παρά τήν καθολική ἐπέκταση τῆς ἁμαρτίας πού προῆλθε ἀπό τήν ἀρχαία παρακοή τοῦ Ἀδάμ, ἡ θεόπαις Μαρία, ὡς ρόδον εὐθαλές καί εὔοσμο πού φύτρωσε ἐν μέσῳ τριβόλων καί ἀκανθῶν, ἔδειχνε στήν καθολική ἐκείνη σηπεδόνα ποῖος εἶναι ὁ πραγματικός ἄνθρωπος, ὅπως τόν θέλησε ὁ πανάγαθος Πλάστης του. Στήν Παρθένο Μαρία δέν ἐπέβη ματαία ἡ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» πλαστούργηση τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἀποκενώθηκε ὁ θεοδύναμος προορισμός του. Παρά τήν καθολική εἰσόρμηση τῆς φθορᾶς στόν κόσμο, στήν ἄφθορη τῆς Ναζαρέτ Κόρη τά αὐθεντικά βάθρα τῆς φύσεως διετήρησαν ὅλη τή θεοδύναμη ἀντοχή καί αὐθεντικότητά τους. Ἡ Παρθένος Μαρία ὑπῆρξεν ὁ ἄνθρωπος, στόν ὁποῖον ὁ Θεός προσέλαβε τόν ἄνθρωπο, διά νά ἀνακαινίσει καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Τό μήνημα τῆς Παρθένου, τόσο κατά τό προπαρασκευαστικό στάδιο, ὅσο καί κατά τό στάδιο πληρώσεως τῆς θείας της Μητρότητος,εἶναι ἐξόχως παρήγορο καί πάντοτε δροσερό γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ἐπιδιώκουν τήν ἀνθρωπολογική τους καταξίωση, κυρίως στό πεδίο τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίου τοῦ Τόκου της. Στή Θεοτόκο Μαρία ἐκβάλλουν τά ρεῖθρα κάθε γνησίας καί αὐθεντικῆς ἀνθρωπολογίας.

9. Ὡς ἤδη ἐτονίσθη, τό μεγαλεῖον τῆς Παρθένου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τό ἄρρητο μεγαλεῖο τοῦ θείου χριστολογικοῦ μυστηρίου. Τό θαῦμα της συνέχεται ἀμεσότατα καί προσδιορίζεται ἀπό τό ἄπειρο θαῦμα τῆς ἐπί γῆς ἐπιδημίας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στόν Υἱό καταξιοῦται ἡ Μητέρα. Τό ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου ἀποκενοῦται, ἄν ἀποχωριστεῖ ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία βλέπει τή Θεοτόκο ὡς τή θύρα, ἡ ὁποία εἰσάγει στό μυστήριο τῆς θείας λυτρωτικῆς οἰκονομίας. Ἀσφαλῶς δέν γνωρίζουμε τί θά συνέβαινε, ἄν δέν ἀναδεικνυόταν στόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος, διά τοῦ ὁποίου θά καθίστατο δυνατή ἡ εἴσοδος τοῦ Λόγου στή σκηνή τοῦ ἐπίκηρου αὐτοῦ κόσμου. Γνωρίζουμε ὅμως μέ βεβαιότητα, ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἀπειρογάμου ἦταν συνθήκη ἀπαραίτητη, (ὅρος sine qua non), τῆς ἐπί γῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

10. Ἡ μορφή τῆς Παρθένου Μαρίας κατέχει κεντρικώτατη θέση στήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία κσί ἐκκλησιολογία. Σ᾿ αὐτές ἡ Θεοτόκος προσαγορεύεται ἱλασμός καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι κρίνουν τά πράγματα ἐπιπόλαια θά βροῦν στίς ἐκφράσεις αὐτές ἐπικίνδυνες ἐξάρσεις ἤ κακοδοξία σωτηριολογική. Τό πρᾶγμα ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Ἕνας φυσικά εἶναι ἐκεῖνος πού σώζει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο: ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμιά οὐσιαστική σχέση στό μυστήριο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἁπλή συνεργός καί ἡ συνεργασία της ἐντοπίζεται στή δυνατότητα στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ. Δι᾿ αὐτῆς εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Τό ἀξίωμα αὐτό εἶναι ἀσφαλῶς μέγα· δέν εἶναι ὅμως ἀξίωμα οὐσίᾳ λυτρωτικόν. Ἄλλωστε καί ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος σώθηκε διά τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ φράσεις αὐτές ἔχουν ἀνάχρωση ἠθική καί πρέπει νά μελετηθοῦν στό χαρισματικό πεδίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔχει μεγάλη χάρη καί παρρησία πρός τόν ἄχραντο Τόκο της. Μιά καί ἔδωσε ζωή στήν πηγή ζωῆς, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι μέσα στή γεννήτρια τῆς ζωῆς. Μητέρα δέ φυσικά τοῦ Υἱοῦ, ἀγαπᾶ σέ ἴσο μέτρο καί τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό μυστικό καί ἄχραντο σῶμα του. Στή σωτηρία τῶν πιστῶν παρεμβαίνει ἔμμεσα καί κυρίως διά τῆς πρεσβείας καί τῆς μεσιτείας της. Ἰσχύει δέ πολύ «δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Ὁμοίως ἡ Παρθένος μπορεῖ νά χορηγήσει τή λυτρωτική χάρη τοῦ Υἱοῦ της. Ἡ χάρη φυσικά δέν προέρχεται ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά ἀπό τό χριστολογικό μυστήριο, καί κυρίως ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος ὅμως, ὡς ἀμεσότατα συνεχόμενη μέ τό χριστολογικό μυστήριο, εἶναι «εὐδοκίᾳ Υἱοῦ» οἰκονόμος τῆς «σωτηρίου χάριτος». Εἶναι διάκονος τοῦ μυστηρίου τόσο στή σύσταση ὅσο καί στή σωτήριο οἰκονομία του. Ὁ Υἱός εὐδοκεῖ στούς ἁγίους του καί ἰδιαίτερα στήν Παναγία Μητέρα του. Ἐπαναλαμβάνουμε· ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια πηγή τῆς σωτηρίας. Εἶναι ἁπλή διάκονος τῆς χάριτος, ἁπλή οἰκόνομος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας ἐν ὀνόματι πάντοτε τοῦ Υἱοῦ της. Ἑπομένως ὅταν προσευχόμαστε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ἡ δέηση αὐτή κανένα ἀντορθόδοξο στοιχεῖο δέν περιέχει. Δέν κατανοοῦμε συνεπῶς τό φόβο ὁρισμένων εὐσεβῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, διά νά διαφυλάξουν δῆθεν τό δόγμα τῆς πίστεως, ἀντικαθιστοῦν τό «σῶσον» διά τοῦ «πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν». Καί οἱ δύο προστακτικές ἐκφράζουν ἀλήθεια. Ἡ περί αἱρέσεως καχυποψία δέν βρίσκεται στή δέηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στό μυαλό τῶν ἀστήρικτων περί τήν πίστη πνευμάτων, πού ἀγνοοῦν τό βαθύτερο λόγο τῆς πίστεως καί τῆς εὐσέβειας τῆς Ἐκκλησίας.

11. Μέ τήν πιό πάνω ἔννοια πρέπει, τέλος, νά νοηθεῖ καί ἡ πρός τόν Θεό μεσιτεία τῆς Παρθένου. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀληθινή μεσίτρια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἡ μεσιτεία της φυσικά δέν διαφέρει οὐσιωδῶς τῆς πρός Θεόν μεσιτείας  τῶν ἄλλων Ἁγίων. Δέν εἶναι μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ, διότι «εἷς καί μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς». Ἡ μεσιτεία της εἶναι ἁπλή μεσιτεία δεήσεως καί ἱκεσίας. Ἡ Μητέρα μεσιτεύει στόν Υἱόν διά τή σωτηρία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας του, τή σωτηρία τῶν πιστῶν, πού καταφεύγουν στήν κραταιά σκέπη καί προστασία της. Ἡ Δέσποινα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγχρόνως καί πρέσβειρα τοῦ σώματος αὐτῆς πλησίον τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν πρεσβείας μεσιτεία της εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς, πού κατέχει στό ὑπερφυές θαῦμα τοῦ Υἱοῦ της. Δέν εἶναι μεσιτεία «θυτήριος καί λυτρωτική», ἀλλά μεσιτεία δεήσεως καί ἱκεσίας. Κάτω ἀπό τό πρῖσμα αὐτό μελετώμενη ἡ μεσιτεία τῆς Παρθένου ἐντάσσεται ἄριστα στήν περί μεσιτείας τῶν Ἁγίων γενικώτερη διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

12. Μετά τά ὅσα εἰπώθηκαν, κατανοοῦνται πλήρως καί οἱ ποικίλοι χαρακτηρισμοί, τούς ὁποίους ἡ εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδει στήν ὑπέραγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅπως σκέπη, προστασία, τεῖχος, καταφυγή, ὀχύρωμα, λιμήν, βοήθεια κ. ἄ. Στίς φράσεις αὐτές ἀποτυπώνεται ἡ βαθύτατη πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας στό ἄμεσο ἐνδιαφέρον τῆς Παρθένου διά τήν ἐπί γῆς στρατευομένην Ἐκκλησίαν τοῦ Υἱοῦ της καί ἡ σωτήρια παρέμβασή της ὑπέρ τῶν δεινοπαθούντων καί πολυειδῶς δοκιμαζομένων τέκνων της. Ἡ πεποίθηση αὐτή εἶναι βαθύτατα ριζωμένη στή συν τή λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ στοργική Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κραταιά καί ἀπροσμάχητη παρέμβασή της στό κράτος τοῦ θείου ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν. Ἡ ἀγάπη τῆς Παρθένου φλέγει τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, πυρπολεῖ τή θεόμορφη σάρκα της, τήν ἀναχωνεύει στόν κρατῆρα τῆς χάριτος τοῦ θείου λυτρωτικοῦ μυστηρίου. Ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι τόσο βαθιά ἑνωμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ὥστε δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά λέγαμε, ὅτι  ὁποιαδήποτε παραχάραξη τοῦ δόγματος Ἐκείνης θά ἐπέφερε ταυτόχρονα καί τήν κατάρρευση τοῦ ὅλου δογματικοῦ καί πνευματικοῦ οἰκοδομήματος τῆς τελευταίας.

13. Τέλος τό ὑπερφυές ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου ἔχει καί πολύ μεγάλη ἐσχατολογική σημασία. Ὡς φυσική θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ ἡ Παναγία ὑπέκυψε στό θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι καθολικός νόμος τῆς φύσεως, πού προῆλθε ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Καί ἐνῶ τούς φυσικούς νόμους τῆς συλλήψεως καί τῆς γεννήσεως ὑπερέβη στόν ἄχραντο τόκο της, ὡς πρός τό θάνατο «τάς πατρικάς εὐθύνας ὑπέρχεται». Καί ἡ μέν ἁγία της ψυχή ἀποχωρίζεται διά τοῦ θανάτου ἀπό τό ἀκήρατο σῶμα της, τό ὁποῖον «νομίμῳ ταφῇ παραδίδεται». Τό ὁλοκάθαρο σῶμα τῆς Παρθένου, τό ληφθέν ἀπό τή γῆ, ἐπιστρέφει καί πάλι στή γῆ, ὄχι διά νά διαφθαρεῖ, ἀλλά ν᾿ ἀποτινάξει τή θνητότητα καί νά ντυθεῖ τήν ἀφθαρσία.

14. Ὡς γνωστόν, ἡ φυσική νέκρωση καί ὁ θάνατος ἡττήθηκαν ὁριστικά ἀπό τή ζωηφόρο ἐκ τῶν νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς. Διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου «κατεπόθη εἰς τέλος ὁ Ἅδης», καταργήθηκε τό κράτος τῆς φθορᾶς καί ἀπογυμνώθηκε τό σκοτεινό βασίλειο τοῦ θανάτου. Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἰσχύει ἰδιαίτερα διά τά σώματα τῶν Ἁγίων, τῶν ὁποίων ὁ«καλλίστην ἐκδημίαν», ἡ ὁποία «τήν πρός Θεόν ἐνδημίαν χαρίζεται». Πέρα ὅμως ὅλων, ὁ θάνατος τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια θανάτου, εἶναι θάνατος ζωηφόρος, ἀρχή δευτέρας ὑπάρξεως, ἐνδημία πρός Θεόν, κοίμηση, θεία μετάσταση. Ἡ ὑπεραγία Θεότοκος, ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καί ὁ ἀπαστράπτων χερουβικός θρόνος, ἡ «ἀξιόθεος Μήτηρ τοῦ Βασιλέως» καί ἡ κεχαριτωμένη Κόρη τῆς Βασιλείας, ἔχει κάτι περισσότερο σέ  σύγκριση μέ ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους. Ἐνῶ δηλαδή διά τοῦ θανάτου οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων, ἀποχωριζόμενες ἀπό τά οἰκεῖα σώματα, ἀνέρχονται στά φωτεινά σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ (πάντοτε φυσικά στή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν), τά δέ σώματά τους φθείρονται στόν τάφο μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὁ θάνατος τῆς Θεοτόκου σημαίνει καθολική μετάσταση αὐτῆς στούς οὐρανούς. Ἡ πίστη στή Μετάσταση τῆς Θεότοκου ἀποτελεῖ παράδοση βαθιά χαραγμένη στή συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Σημαίνει δέ δύο πράγματα· ἤ τήν ἀνάσταση ἐκ τοῦ μνημείου τοῦ σώματος τῆς Παρθένου, τήν ἕνωσή του μέ τή ψυχή της, καί τήν ἀνάληψη τῆς Θεομήτορος στούς οὐρανούς κοντά στόν ἄφραστο Τόκο της· ἤ τή μετάθεση τοῦ σώματός της ἀπό τόν τάφο στά φωτεινά σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου διατηρεῖται ἄφθαρτο μέχρι τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως. Πιθανώτερη φαίνεται ἡ πρώτη ἐκδοχή. Ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου, ὡς πρόληψη τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ἀποτελεῖ εἰδικό προνόμιο αὐτῆς, ὀφειλόμενο στό ἄφθιτο χριστολογικό μεγαλεῖο της. Ὡραιότατα περιγράφει τό γεγονός ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ταύτην δέ τήν ἀληθῶς παμμακάριστον, τῷ τοῦ Θεοῦ λόγῳ τήν ἀκοήν ὑποκλίνασαν καί τῆς ἐνεργείας πλησθεῖσαν τοῦ Πνεύματος καί δι᾿ ἀρχαγγέλου τήν πατρικήν εὐδοκίαν ἐγκυμονήσασαν καί ἡδονῆς πάρεξ καί συναφείας (ἀνδρός) συνειληφυῖαν τοῦ Θεοῦ Λόγου τήν πάντα πληροῦσαν ὑπόστασιν, καί προσφυῶς ὠδίνων ἄνευ γεννήσασαν, και ὅλην Θεῷ ἑνωθεῖσαν, πῶς καταπίῃ ὁ θάνατος; πῶς ὁ ἅδης εἰσδέξεται; Πῶς διαφθορά τοῦ ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Ἀλλότρια ταῦτα, καί πάντῃ ξένα τῆς θεοφόρου ψυχῆς τε καί σώματος».

Ὅπως πιό πάνω σημειώσαμε, ἡ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ πίστη βαθύτατα ριζωμένη στήν ὀρθόδοξη παράδοση, πού βιώνεται πλούσια στή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἠ Μετάσταση τῆς Παρθένου γιορτάζεται σέ συνάφεια μέ τήν Κοίμηση αὐτῆς.  Ἡ Κοίμηση ὁδηγεῖ στή Μετάσταση τῆς Μητέρας τῆς Ζωῆς. Ὁ τάφος ἀδυνατεῖ νά κρατήσει στή σκοτεινότητά του τό πανακήρατο σῶμα τῆς Πανάγνου. Κοίμηση καί μετάσταση συνθέτουν τήν ἀλήθεια τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου τῆς ἀξιόθεης Κόρης: ἡ μέν κοίμηση ὡς ὄφλημα τοῦ καθολικοῦ νόμου τῆς φύσεως, ὡς πιστοποίηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καί ἀλήθειας τῆς Ἀπειρογάμου· ἡ δέ μετάσταση ὡς σημεῖο τοῦ ἀφθάρτου θαύματος, ὡς κατακλεῖδα τῶν χαρίτων τῆς Ὑπερευλογημένης. Φύση καί ὑπερφύση, θάνατος καί ἀθανασία, φθορά (ὄχι διαφθορά) καί ἀφθαρσία, φῶς φυσικό καί φῶς ἐπουράνιο, ἡ δόξα στήν τελειοποιημένη φύση, σφραγίζουν τή θεοχώρητη ὑπόσταση τῆς Παρθένου, ἐπί τῆς ὁποίας ὁ Υἱός ἐναποθέτει ἀνεξίτηλα τή σωτήριο σφραγίδα του.

Ἐνῶ ὅμως ἡ πίστη στή Μετάσταση τῆς Θεοτόκου γίνεται ἀποδεκτή στό μεγαλύτερο μέρος τῆς Ὀρθοδοξίας (Σλαβική Ὀρθοδοξία), στήν ὀρθόδοξη ἑλλαδική θεολογία παρατηροῦνται σχετικά διχογνωμίες. Ἐλλείψει μαρτυριῶν περί τῆς Μεταστάσεως τῆς Παρθένου στήν ἀρχαία ἀποστολική παράδοση, ἡ διδασκαλία καθίσταται ὕποπτη ἤ ἀπορρίπτεται ἀπό πλειάδα ἑλλήνων ὀρθοδόξων θεολόγων. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο σχετικά μᾶς ἐκπλήσσει εἶναι ἡ διάσταση τῆς θεολογίας (θεολόγων μᾶλλον) πρός τή εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή ὁ ἁπλός πιστός θά γιορτάσει μέν, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τήν Κοίμηση – Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, ὡς θεολόγος ὅμως μπορεῖ νά ἔχει ἀντιρρήσεις καί ἐπιφυλάξεις! Αὐτή ἡ διχογνωμία εἶναι ἐνδεχόμενο νά ὁδηγήσει καί σέ κρίση συνειδήσεως, στήν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζουσα τή μεγάλη αὐτή θεομητορική της ἑορτή κατά βάθος δογματικῶς πλανᾶται! Φυσικά δέν μποροῦμε νά παραθεωρήσουμε τήν ἐκ τῆς πολιᾶς ἀρχαιότητος ἔλλειψη ἐπαρκῶν μαρτυριῶν γύρω ἀπό τό ὑπό συζήτηση θέμα· ἀλλ᾿ οὔτε καί μποροῦμε νά παραβλέψουμε καί πλῆθος ἄλλων, μεταγενεστέρων ἔστω, μαρτυριῶν ἐκ τῆς πατερικῆς γραμματείας (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Γρηγορίου Παλαμᾶ κ.ἄ), σχετιζομένων μέ τό περιμάχητο θέμα. Οὔτε πάλι εἶναι σωστό νά χωρίζουμε τούς Πατέρες σέ ἀρχαίους καί μή, πρωτεύοντες καί ἐπουσιώδεις, καί νά ἀξιολογοῦμε ἀντίστοιχα τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ μαρτυρία τοὐλάχιστον Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πρέπει νά μᾶς καθιστᾶ πιό προσεκτικούς. Ἀλλά καί τό ἐπιχείρημα, ὅτι πολλά στούς ὕμνους «ποιητικῇ ἀδείᾳ» λεγόμενα, δέν μποροῦν νά στηρίξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα, συνεπῶς δέ οὔτε καί τή Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δέν φαίνεται νά εἶναι πάντοτε ἰσχυρό, κυρίως σέ περιπτώσεις ὅπου οἱ ὕμνοι ἐκφράζουν βαθύτατη λατρευτική καί δογματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει στό δόγμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά χαρακτηρίζουμε δέ τούς ὕμνους ἄλλοτε μέν ὡς στηρίζοντας τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἄλλοτε δέ ὡς μή στηρίζοντας αὐτό, ἀσφαλῶς δέν εἶναι πρᾶγμα σοβαρό. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει, ὑπερβολές φραστικές καί ἐννοιολογικά κενά. Τό νά μεταποιοῦμεν ὅμως αὐτούς σέ Προκρούστεια κλίνη γιά νά καλύπτουμε κάθε φορά τίς δικές μας προτιμήσεις, αὐτό δέν εἶναι ἐπιτρεπτό. Τό θεολογικό μας αἰσθητήριο πρέπει νά εἶναι νηφάλιο καί νά ἐξετάζει τά πράγματα στό γενικώτερο πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας καί παραδόσεως.

Προσωπικά δέν νομίζουμε, ὅτι ἡ πίστη στή Μετάσταση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἔτσι, ἄν ἐκλάβουμε τή Μετάσταση μέ τήν ἔννοια τῆς μεταθέσεως τοῦ σεπτοῦ σκήνους τῆς Θεομήτορος, κανένα πρόβλημα δέν δημιουργεῖται, δεδομένου ὅτι ὁλικές μεταθέσεις δικαίων (χωρίς ὅμως νά προηγηθεῖ θάνατος) μνημονεύονται στήν Π. Διαθήκη (Ἐνώχ, Ἠλία), ὡς ἀνταμοιβή διά τή δικαιοσύνη καί τόν ἅγιο βίο τους. Ἄν δέ  πάλι νοήσουμε αὐτήν ὡς ζωηφόρον ἐκ νεκρῶν ἐξανάσταση τῆς Παρθένου (κατά τό πρότυπο τοῦ Υἱοῦ της) πάλι δέν δημιουργεῖται πρόβλημα, πρῶτον διότι ἡ ἀνάσταση θά εἶναι ὁ καθολικός κλῆρος ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί δεύτερον διότι οἱ ζῶντες κατά τή φοβερή ἡμέρα δέν θά ἀποθάνουν, ἀλλά, ἀφοῦ μεταλλαγεῖ ἡ φύση τους διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος, θά ἀπαντήσουν εἰς τόν ἀέρα τόν Κύριον, καί μετά τήν κρίση θά εἰσέλθουν στή χαρά καί τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ. Τό γεγονός ἑπομένως τῆς μεταστάσεως καθ᾿ ἑαυτό δέν παρουσιάζει δυσχέρεια δογματική. Μόνον ἀπό ἄποψη χρονική δημιουργεῖται δογματική προβληματική. Ἔτσι, διά τῆς Μεταστάσεώς της ἡ Παρθένος, ὑπερβαίνουσα τή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν, φαίνεται ν᾿ ἀποκόπτεται ἀπό τό κοινό σῶμα τῶν πιστῶν καί ν᾿ ἀποχωρίζεται τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἡ δυσχέρεια αὐτή δέν εἶναι ἀνυπέρβλητη. Διά τῆς μεταστάσεως ἡ Θεοτόκος ὄχι μόνο δέν χωρίζεται τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοὐναντίον στό πρόσωπό της ἡ Ἐκκλησία ἐκτείνεται πλήρως στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, φαιδρύνεται στήν πληρέστατη δόξα τῆς μυστικῆς της κεφαλῆς, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Μετάσταση ὄχι μόνο δέν καταπατεῖ τό περί μέσης καταστάσεως τῶν ψυχῶν δόγμα, ἀλλά τοὐναντίον τό ἐνδυναμώνει, προβάλλοντας ἀνάγλυφη τή μακαριότητα καί τήν ὁριστική τελείωση πρός τήν ὁποίαν ἀποβλέπουν οἱ βρισκόμενες στή μέση κατάσταση ψυχές τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων. Ἀσφαλῶς δέ τό γεγονός αὐτό θά γεμίζει ἀπό χαρά τίς ψυχές τῶν δικαίων καί θά ἐπιτείνει τόν αἶνο καί τή δοξολογία τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τό λυτρωτικό ἔργο του ἐμεγάλυνε τόσο πολύ τήν ἄχραντη Μητέρα του καί μαζί μέ αὐτήν τό σῶμα τῶν δεδικαιωμένων!
Γιά μιά ἀκόμη φορά ἐπαναλαμβάνουμε, ὅτι τό προνόμιο τῆς Παρθένου ὀφείλεται στήν περίοπτη θέση της στήν ὅλη  λυτρωτική οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ της. Ἐφ᾿ ὅσον στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κυλᾶ τό αἷμα τῆς Παρθένου· ἐφ᾿ ὅσον ἀπ᾿ αὐτήν πάρθηκε τό ἄφθορο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τό θεωμένο καί ἔνδοξο πού εἰσῆλθεν ἀδιάστατα στό κράτος τῆς ἄφθιτης δόξας τῆς Τριάδος, τί τό παράδοξον ἄν καί ἡ Μητέρα, πού ἔδωσε τό σῶμα αὐτό, ἡ Μητέρα ἡ εὐκλεής καί πάνσεπτη, ὑψώθηκε «κατά χάριν», ἤδη ἀπό τοῦ παρόντος αἰῶνος, στήν ἄπειρη λαμπρότητα καί δόξα τοῦ Υἱοῦ της; Τί τό παράδοξον, ἄν ὁ Υἱός κάλεσε κοντά του μετά θάνατον τή Μητέρα πού τόν ἐγέννησε; Ἡ ἐξαίρεση αὐτή τῆς Παρθένου, ὀφειλόμενη στήν ἐξαίρετη θέση της στή σωτήριο οἰκονομία τοῦ Λόγου, ὄχι μόνο δέν καταργεῖ τό γενικό κανόνα τῆς μέσης καταστάσεως τῶν ψυχῶν, ἀλλά περισσότερο τόν τονίζει καί τόν ἐνδυναμώνει, δίδει ἕνα μέτρο πού ἀφορᾶ ἀποκλειστικά στήν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί σέ κανέναν ἄλλον.

15. Καί αὐτά μέν σέ γενικές γραμμές τά πορίσματα τοῦ μελετήματός μας. Τό δόγμα τῆς Θεοτόκου συνέχει καί συγκινεῖ ἀφάνταστα τήν Ὀρθοδοξία. Πρός τή σεπτή Θεομήτορα ἀνέρχεται αὐτή διά τοῦ δόγματος καί τῆς πίστεώς της, διά τῆς μυστηριακῆς της διαισθήσεως, τῆς πνευματικότητος καί τῆς θείας λατρείας της. Μπροστά στίς φωτεινές πύλες τῆς Παρθένου κρούει τήν πύλη τῆς ἄφθαρτης θείας Βασιλείας. Στό ἀπερινόητο θαῦμα της γεμίζει ἀπό χάριτες καί δωρεές, ζεῖ τό μυστήριο τῆς ἔνσαρκης οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τό θαῦμα τῆς δικῆς της χαρισματικῆς θεώσεως καί μεταμορφώσεως. Στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ βλέπει τή δική της Μητέρα, τή χαρά καί τήν παρρησία της, τό καύχημα καί τό ἀγλάϊσμά της. Βλέπει τήν κραταιά προστασία καί τήν ἀκοίμητη βοήθειά της. Βλέπει τή Δέσποινα τῆς Βασιλείας καί τή σεμνή οἰκονόμο τῆς λυτρωτικῆς χάριτος τοῦ Υἱοῦ της. Διά τοῦτο ἡ Ὀρθοδοξία μεγάλως τιμᾶ τή Μητέρα της, γιατί μεγάλως τιμᾶ καί τόν  Σωτῆρα πλαστουργό της. Τό δόγμα τῆς Θεομήτορος τό φυλάσσει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, διότι σ᾿ αὐτό συνοψίζεται ἡ θεόμορφη πνευματικότητα, τό ἦθος καί ἡ πίστη της. Ὁποιαδήποτε παραχάραξη τοῦ δόγματος αὐτοῦ συνεπιφέρει καί τήν παραχάραξη ὁλοκλήρου τοῦ δογματικοῦ της οἰκοδομήματος, κυρίως τῆς χριστολογίας καί τῆς σωτηριολογίας της. Ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ βαθιά τό μυστήριο τῆς Θεοτόκου. Ἡ δόξα της τήν καλύπτει, ἡ χάρη της τήν συνέχει, τό μεγαλεῖο της τήν συμπνίγει, τό θαῦμα της τήν ἀναφλέγει. Ἡ Θεοτόκος εὐλογεῖ καί ἁγιάζει τήν Ὀρθοδοξία, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀμόλυντη καί ἀπαράφθορη σάρκα τοῦ ἀνεκφράστου Τόκου της!

Ἀνδρέα Θεοδώρου